Φύσαγε ωραία, προχθές. Φθινοπωρινό βράδυ, που θέλει ζακέτα στους ώμους και ροζέ κρασί. Μια μεσαία αίσθηση. Όπως εμπεριέχεται στην λέξη «δροσιά».
[mc4wp_form id="278"]
Φύσαγε ωραία, προχθές. Φθινοπωρινό βράδυ, που θέλει ζακέτα στους ώμους και ροζέ κρασί. Μια μεσαία αίσθηση. Όπως εμπεριέχεται στην λέξη «δροσιά».
Συνειδητοποιούσα στα χρόνια του λυκείου, στα χρόνια της διαμόρφωσης, ότι το σκοτάδι συνυπάρχει με το φως, ότι χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο, ότι χωρίς το σκοτάδι δεν υπάρχει ο Ανεστόπουλος, χωρίς το φως πάλι δεν υπάρχει.
Στο βουνό της ποιητικής Θήβας, τον Κιθαιρώνα, πριν 100 σχεδόν χρόνια, γεννήθηκε η Έλλη Λούκου. Απρίλη μήνα, μαζί με μαστιχάκια και βιολέτες.
Τελευταία αγκαλιά με τη γάτα του νησιού. Τελευταία παράγραφος ενός βιβλίου που μυρίζει πια αλάτι.
Δεν χορταίνεται ποτέ το καλοκαίρι, ούτε οι διακοπές του κι έτσι πεινασμένος γυρνάω στο σπίτι.
Πολλά παραμύθια, παλιά, με μελαγχολούσαν ή με θύμωναν. Ήθελα να ζωγραφίζω «θυμωμένα φρύδια» στους «αδίστακτους» ή να «βοηθάω» μια χελώνα να τρέχει σαν τον άνεμο, μπας και νιώσω ότι αλλάζει η τάση υπέρ των κλισέ.
Δε θα το πίστευα, αν δεν το έβλεπα. Ο Πάμπλο, ένα καθαρόαιμο λυκόσκυλο, ζει, εδώ και πέντε χρόνια, στο σπίτι με τις πορτοκαλιές.
Τελευταίο ολόκληρο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Τελευταίο κλαμπ σάντουιτς πάνω στην ξαπλώστρα. Από Δευτέρα ένα με το τσιμέντο και πάλι.
«Έχουμε παρτάρα, απόψε». Μουσική τίτλων, λίγα ουρλιαχτά, αγόρια, στα 15-16, φέρνουν πάγο. «Παιδιά, θ’ αφήσω το ποδήλατό μου εδώ, δεν πιστεύω να ενοχλώ»; «Όχι, κομπλέ».
Όλες έχουν μια πιο βαθιά ρυτίδα από τις υπόλοιπες που συγκατοικούν στο πρόσωπό τους
στα χέρια τους
στο στέρνο τους
στις άδειες πια κοιλιές τους
Ονειρεύεσαι να βάψεις τα παντζούρια στο ίδιο μπλε του νερού. Είσαι στην ηλικία που πιστεύεις πως η ευτυχία σου εξαρτάται από το αν σε νανουρίζει το κύμα ή από τα λεπτά που χρειάζεσαι για να φτάσεις σε ακτή.
Δεκαετία του ‘50 και η Γαλλία αναζητά, μέσα από τις στάχτες που άφησε ο Πόλεμος, το νέο της πρόσωπο.
[mc4wp_form id="278"]