Δεν χορταίνεται ποτέ το καλοκαίρι, ούτε οι διακοπές του κι έτσι πεινασμένος γυρνάω στο σπίτι.
[mc4wp_form id="278"]
Δεν χορταίνεται ποτέ το καλοκαίρι, ούτε οι διακοπές του κι έτσι πεινασμένος γυρνάω στο σπίτι.
Πολλά παραμύθια, παλιά, με μελαγχολούσαν ή με θύμωναν. Ήθελα να ζωγραφίζω «θυμωμένα φρύδια» στους «αδίστακτους» ή να «βοηθάω» μια χελώνα να τρέχει σαν τον άνεμο, μπας και νιώσω ότι αλλάζει η τάση υπέρ των κλισέ.
Δε θα το πίστευα, αν δεν το έβλεπα. Ο Πάμπλο, ένα καθαρόαιμο λυκόσκυλο, ζει, εδώ και πέντε χρόνια, στο σπίτι με τις πορτοκαλιές.
Τελευταίο ολόκληρο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Τελευταίο κλαμπ σάντουιτς πάνω στην ξαπλώστρα. Από Δευτέρα ένα με το τσιμέντο και πάλι.
«Έχουμε παρτάρα, απόψε». Μουσική τίτλων, λίγα ουρλιαχτά, αγόρια, στα 15-16, φέρνουν πάγο. «Παιδιά, θ’ αφήσω το ποδήλατό μου εδώ, δεν πιστεύω να ενοχλώ»; «Όχι, κομπλέ».
Όλες έχουν μια πιο βαθιά ρυτίδα από τις υπόλοιπες που συγκατοικούν στο πρόσωπό τους
στα χέρια τους
στο στέρνο τους
στις άδειες πια κοιλιές τους
Ονειρεύεσαι να βάψεις τα παντζούρια στο ίδιο μπλε του νερού. Είσαι στην ηλικία που πιστεύεις πως η ευτυχία σου εξαρτάται από το αν σε νανουρίζει το κύμα ή από τα λεπτά που χρειάζεσαι για να φτάσεις σε ακτή.
Δεκαετία του ‘50 και η Γαλλία αναζητά, μέσα από τις στάχτες που άφησε ο Πόλεμος, το νέο της πρόσωπο.
Πού πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν; Πού πάνε οι άνθρωποι, που αγαπάμε, όταν πεθαίνουν; Πού είναι, όταν τους σκεφτόμαστε; Πολλά τα ερωτήματα. Ας διαβάσουμε, είπα.
θα προσποιηθούμε τους τουρίστες
και θα κατέβουμε Θησείο μετά από μήνες
θα δούμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου καθαρή από γνωστούς
η Ακρόπολη θα είναι ίδια κι απαράλλαχτα περήφανη παρουσία
Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι, το μίσος των δέντρων κορυφώνεται, γίνεται γίγαντας έκτασης όσο αυτή η χώρα και μας πλακώνει και μας βαραίνει μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι, το μίσος των ανθρώπων για τα δέντρα γίνεται αβάσταχτο, γίγαντας κι αυτό που πλακώνει εμάς τις αχάριστες υπάρξεις, που ξεχάσαμε…
Θυμάμαι μια φωτογραφία, το πύρινο 2007, στην είσοδο της Φιλοσοφικής: ένα ασθενικό ελάφι έτρεχε για να ξεφύγει από την μανία της φωτιάς, στον Πάρνωνα. Στο ένα του αυτί, υπήρχαν σπίθες. Πόσο έκλαψα, τότε. Για τα δέντρα, τα ζώα, τις λευκοκίτρινες πεταλούδες, για τον αέρα και τις απαράμιλλες εικόνες, που είχαν…
[mc4wp_form id="278"]