Σκέφτομαι λοιπόν, πολύ δυνατά, πως κάθε νανοΐστορια αυτού του βιβλίου είναι κάτι, κάτι που θέλω να με πιάσει από το χέρι και που μου θυμίζει το συναίσθημα που οι καλές παιδικές αναμνήσεις φυτεύουν στην ψυχή.
[mc4wp_form id="278"]
Σκέφτομαι λοιπόν, πολύ δυνατά, πως κάθε νανοΐστορια αυτού του βιβλίου είναι κάτι, κάτι που θέλω να με πιάσει από το χέρι και που μου θυμίζει το συναίσθημα που οι καλές παιδικές αναμνήσεις φυτεύουν στην ψυχή.
Ένα λάμα, μια κουκουβάγια, ένας πιγκουίνος, δύο γαϊδουράκια κι ένας ιππόκαμπος ήταν οι «μαθητές» της Πρώτης Δημοτικού. Η δασκάλα, μια καφέ αρκούδα. Τα δύο εφτάχρονα παιδιά, φίλες καρδιακές, διανέμουν τους ρόλους. Στον ιππόκαμπο, προσθέτουν ένα ψεύδισμα, το λάμα είναι κάπως συναχωμένο, ο πιγκουίνος είναι ντροπαλός. Η δασκάλα- αρκούδα λατρεύει τη…
«Η μαμά έκανε κοριτσάκι». «Άντε στο διάολο», ήταν η αυθόρμητη απάντηση του μικρού αγοριού που πλέον δε θα ήταν ο «μικρός» του σπιτιού.
Στην Πατησίων, στην αγαπημένη μου ευθεία, σκεφτόμουν τι ελπίδες μου δίνει ένα γεμάτο σινεμά, τι ελπίδες μου δίνει το ότι συναντιέται το κεφάλι μου με άλλα, άγνωστα κεφάλια στον πλανήτη της ταινίας – αγκαλιάς γάτας.
Τα παιδιά με το τίποτα, με ένα σπιρτόκουτο, μπορούν να είναι χαρούμενα κι αυτό είναι κάτι δημιουργικό.
«Όλα τα ‘χε ξηγημένα μεσ’ στον κήπο ο Θεός», μας λέει ο Ρασούλης στην «Εκδίκηση της γυφτιάς». Και παρά την τάξη, που είχε επιβάλει ο παντοδύναμος, ο Αδάμ και η Εύα είχαν τις αντιρρήσεις τους, «την είδανε και λίγο αλλιώς».
Σε μια γωνιά, ανάμεσα σε πολύχρωμους και γκρίζους ανθρώπους, ένα κορίτσι με μπλε μολύβι στα μάτια και μεγάλους κρίκους μιλάει στο κινητό της.
Στο Instagram, λατρεύω (νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει) να «ξεφυλλίζω» αναρτήσεις του Κωνσταντίνου Μπόλα, του Άγγελου Ρέντουλα και του Σωτήρη Κοντιζά.
Φύσαγε ωραία, προχθές. Φθινοπωρινό βράδυ, που θέλει ζακέτα στους ώμους και ροζέ κρασί. Μια μεσαία αίσθηση. Όπως εμπεριέχεται στην λέξη «δροσιά».
Συνειδητοποιούσα στα χρόνια του λυκείου, στα χρόνια της διαμόρφωσης, ότι το σκοτάδι συνυπάρχει με το φως, ότι χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο, ότι χωρίς το σκοτάδι δεν υπάρχει ο Ανεστόπουλος, χωρίς το φως πάλι δεν υπάρχει.
Στο βουνό της ποιητικής Θήβας, τον Κιθαιρώνα, πριν 100 σχεδόν χρόνια, γεννήθηκε η Έλλη Λούκου. Απρίλη μήνα, μαζί με μαστιχάκια και βιολέτες.
Τελευταία αγκαλιά με τη γάτα του νησιού. Τελευταία παράγραφος ενός βιβλίου που μυρίζει πια αλάτι.
[mc4wp_form id="278"]