Η Αθήνα είναι γεμάτη ιστορικά σινεμά. Σινεμά που μπορεί να έχει πάει ο παππούς σου ραντεβού με τη γιαγιά σου για να πιαστούν από το χέρι στα κρυφά, στα σκοτάδια μιας αίθουσας με κόκκινα καθίσματα. Σινεμά που φιλοξενούν τέτοια πρώτα ραντεβού, πετυχημένα -και αξέχαστα, ή σχεδόν ξεχασμένα κι από τις δύο πλευρές, σινεμά που έχεις δει την πιο αγαπημένη σου ταινία ή αποκοιμήθηκες χωρίς να περιμένεις το τέλος μιας ταινίας που θα ξέχναγες ήδη στο λεωφορείο για το σπίτι. Σινεμά για να πας μόνος όταν χρειάζεσαι καταφύγιο ή μια μυρωδιά να σε αγκαλιάσει, ή για να συναντήσεις την καλύτερη παρέα της ζωής σου, εκείνη που βλέπεις μόνο μπροστά από τεράστιες οθόνες.

Κι είναι όλα αυτά και άλλα τόσα που κάνουν τα σινεμά – τα αγαπημένα σου, αλλά κι εκείνα που έχεις πάει μία και μοναδική φορά – συνώνυμα της νοσταλγίας. Μιας νοσταλγίας που κάνει τις αίθουσες σπίτια ιδανικά για να ζήσεις ιστορίες βγαλμένες από ταινίες και σελίδες βιβλίων που στο μυαλό σου είναι κλασικά.

Έχω φίλους και φίλες, ευτυχώς, κολλητούς των κινηματογράφων, νοσταλγούς των κλειστών αιθουσών και των συγκινήσεων μέσα σε αυτές, που κάθε Πέμπτη μελετάνε το Αθηνόραμα για να διαλέξουν το επόμενο ραντεβού τους με την αίθουσα που τους κάνει να χαμογελάνε και να ξεχνάνε το προσωπικό τους χάος.

Με τη Σ. βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού στο Άστυ, στη δυστοπική περίοδο του κορωνοϊού. Θυμάμαι να πηγαίνουμε σε μια προβολή των 6, για να δούμε μία ταινία που ήταν τόσο βαριά, όσο και οπτική απόλαυση (Ταξίδι στην Κριμαία, 2019). Στις 6 παρά ένα λεπτό ήμασταν ακόμα οι δυο μας, με τη μάσκα φορεμένη ευλαβικά. Για 96 λεπτά, νιώσαμε εκείνο που μοιάζει με ελευθερία μετά από τον καιρό της καταπίεσης και ανταλλάζαμε απόψεις φωναχτά σα να είμαστε στον καναπέ του σπιτιού μας κάτω από μία φλις κουβέρτα. Από τότε, διαλέγουμε μαζί το Άστυ σα να μην έχουμε άλλη επιλογή και σα να συμβιβαζόμαστε με αυτή την έλλειψη χωρίς παράπονο.

Ο Γ. απολαμβάνει κι αυτός με τη σειρά του το Άστυ και τα αφιερώματά του. Ψάχνει μετά από κάθε προβολή την επόμενη κινηματογραφική αφίσα που θα φιλοξενήσει σπίτι του. Μα του αρέσει να φεύγει από το κέντρο για να δει παλιές και κλασικές ταινίες στο Studio New Art Cinema. Θυμάται να περιμένει έξω από το κλειστό σινεμά κάποια ώρα, για να δει «Το χρώμα του ροδιού» και να μοιράζεται την εμπειρία της αναμονής – που δεν πείραξε κανέναν – με τους λιγοστούς συν-θεατές. Θυμάται μάλιστα να απολαμβάνει αυτή την αναμονή, μέχρι κάποιος να του βγάλει εισιτήριο, μέχρι ο ίδιος κάποιος να του κόψει το εισιτήριο, να του δώσει την μπύρα του και να βάλει τελικά αυτό το αριστούργημα να παίξει. Σε κάτι τέτοια σινεμά, η καλή ταινία ενισχύεται και από την αίσθηση ότι ζεις για λίγο σε μια δεκαετία που δεν έχεις ζήσει, που έχεις μόνο διαβάσει, που έχεις μόνο δει σε ταινίες του Βέντερς ή του Καουρισμάκι.

Η Α. έχει μια ιστορία να πει για το ΠΑΛΛΑΣ. Τη λέει με μια ήπια θλίψη στη φωνή αλλά και με μια ικανοποίηση που μπορεί και τη διηγείται. Η ιστορία μιλάει για τον κύριο Ματθαίο, που έμεινε πιστός στο σινεμά του και την ιστορία του μέχρι το 2021. Τα έκανε όλα μόνος, όπως εκείνοι οι άνθρωποι που βλέπουν τη δουλειά τους σαν την ψυχή ενός παιδιού που φροντίζουν και χαϊδεύουν αγαπώντας τη. Ακόμα κι αν δεν τον έβρισκες στο κυλικείο, σε έψαχνε πάντα ο ίδιος ρωτώντας με εκείνη τη χαρακτηριστική ευγένεια που σε πιάνει από το χέρι, και σου πρόσφερε ζεστό κακάο ή ζεστή τυρόπιτα. Σε μια προβολή της ταινίας Lucky (2017), παρακολουθούσε κι ο ίδιος, καθισμένος στα δεξιά, και δεν μπορούσες παρά να νιώσεις πως ο κινηματογράφος καμιά φορά μοιάζει με τη ζωή σαν δίδυμός της. (σημείωση: Η ταινία Lucky ήταν ο τελευταίος ρόλος του Χάρι Ντιν Στάντον, ταινία της οποίας την κυκλοφορία στις αίθουσες δεν πρόλαβε για λίγες μόνο μέρες, καθώς πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2019. Κι είναι αυτά τα τελευταία που ντύνουν με συγκίνηση ότι τα αφορά)

Όμως, η Α. μου μιλάει κι αυτή για το Άστυ και τη μυρωδιά του και την αίγλη του παλιού στα εκδοτήριά του, το κυλικείο του και τις κολώνες του και μου αρέσει πολύ που μου λέει πως νιώθει σα να βλέπει την ταινία κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού της και πως αισθάνεται ότι αφού κατεβεί τα σκαλιά του, κάνει μια κάθοδο σε κάτι μεγαλύτερο από την ίδια την ταινία που θα δει.

Η Μ. θέλει επίσης να μου πει για το Άστυ. Το αγαπάει λέει επειδή κάθεται πάντα στην ίδια θέση, αποκοιμιέται καμιά φορά σ’ αυτή γιατί νιώθει σαν στο σπίτι της και καλύτερα κι ακόμα κι αν έχει κόσμο, νιώθει την άνεση μιας μοναξιάς που μόνο μοναξιά δεν είναι.

Η Μ. νούμερο 2, έχει ανακαλύψει το Ελιζέ που άνοιξε αρχές του ’22 και που καθισμένη στις καρέκλες του δεν έχει δει μισή κακή ταινία. Φτάνει με τα πόδια, βολεύεται στις αναπαυτικές θέσεις του και μπορεί και νιώθει γεμάτη στον δρόμο για το σπίτι.

Ο Κ. ανεβαίνει στην Αθήνα από τον νότο για να κάνει καλλιτεχνικό τουρισμό. Έτσι, επισκέπτεται πάντα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο για τη ζεστασιά του και τους ανθρώπους του. Νιώθει πως αυτό το σινεμά είναι κάτι παραπάνω από επιχείρηση, πως είναι ακόμα ένα συναίσθημα που σώζει και χαίρεται που βλέπει πάντα στο μπαρ του σκηνοθέτες παρέα με το ποτό τους και τις σκέψεις τους.

Η Σ. νούμερο δύο, νοσταλγεί το Ιντεάλ με τη μεγαλύτερη οθόνη στην Ελλάδα και τα πιο άνετα συννεφένια καθίσματα, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του κέντρου, όπως λέει. Διαλέγει να ξεπεράσει την απώλεια αυτή στο Άστορ και το Cinobo Opera. Κάποιο δύσκολο βράδυ Σαββάτου, τα βήματά της την έβγαλαν στο Άστορ, χωρίς να ξέρει τι παίζει. Ρώτησε στα εκδοτήρια ποια ταινία έπαιζε για να τη διαβεβαιώσουν ότι η ταινία ήταν καλή. Θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που μπήκε στην τιρκουάζ αμφιθεατρική αίθουσα με το χρώμα που θυμίζει για πάντα καλοκαίρι και τον απαραίτητο αέρα, ορκίζεται ότι όλες οι ταινίες αποκτούν άλλη αίσθηση.

Το Cinobo Opera, είναι το προσωπικό της διαστημόπλοιο-χρονοκάψουλα. Κι αυτό γιατί τη γυρίζει πίσω στις εποχές που ήταν ακόμα Odeon Opera κι αυτή ήταν ακόμα φοιτήτρια. Νέα, ξέγνοιαστη και ενθουσιώδης στη μεγαλούπολη. Τώρα, κάθε φορά που μπαίνει μέσα σε αυτό το απέραντο μπλε, νιώθει ότι ταξιδεύει πίσω στο χρόνο ή μπροστά – ο χρόνος δεν είναι γραμμικός έτσι κι αλλιώς – και βυθίζεται μέσα στο κινηματογραφικό άπειρο.

Ο Χ. , επισκέπτης κι αυτός, θυμάται πως η πρώτη ταινία που είδε στο Αλεξάνδρα της Πατησίων ήταν φεμινιστική. Και θυμάται να διασχίζει τη λεωφόρο έχοντας πλάτη την Ακρόπολη, συζητώντας για ταινίες που δεν φτάνουν στη λύτρωση. Τώρα μαθαίνει πως το Αλεξάνδρα σώθηκε και άλλαξε όνομα μα όχι ταυτότητα. Στο Cinobo Πατησίων θέλει να δει Μιγιαζάκι και ταινίες κλασικές. Θέλει να αντέξει να πάει σε μια μεταμεσονύκτια προβολή του Midnight Express, όποια κι αν είναι αυτή και θέλει πάντα να συζητάει για ταινίες και συναισθήματα έχοντας πλάτη την Ακρόπολη.

Σκέφτομαι πως η νοσταλγία πάει πλάι πλάι με την απώλεια. Μα σκέφτομαι πως οι κινηματογραφικές και οι λογοτεχνικές στιγμές των ζωών μας δε θα ήταν τόσο καλλιτεχνικές αν δεν λαχταρούσαμε αυτό που λείπει. Τα σινεμά μας χρειάζονται. Κι εμείς χρειαζόμαστε τα σινεμά περισσότερο από όσο νομίζουμε, γιατί πάντα θα μας λείπει κάτι και ακόμα πιο πάντα θα καταφέρνουμε να το γεμίζουμε σε μία σκοτεινή αίθουσα.

Ραντεβού λοιπόν σε όσα έμειναν και ακόμα μας χρειάζονται και τα χρειαζόμαστε: το Άστυ, το Άστορ, το Cinobo Opera, το Cinobo Πατησίων, το Ελιζέ, τον Μικρόκοσμο και το Studio New Art Cinema.

Φωτογραφίες: Προσωπική συλλογή / Facebook Cinobo Opera

[mc4wp_form id="278"]