Οι γυναίκες που φέρουν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ακόμα και χωρίς τη χρήση ορμονικής αντισύλληψης. Ωστόσο, η χρήση αντισύλληψης, ειδικά των ορμονικών μεθόδων, όπως τα αντισυλληπτικά χάπια, έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σχετικά με τον επιπλέον κίνδυνο που μπορεί να επιφέρει.
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Journal of Clinical Oncology (JCO), μελετήθηκε η συσχέτιση μεταξύ της χρήσης ορμονικών αντισυλληπτικών και του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που φέρουν μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, τα οποία είναι γνωστό ότι σχετίζονται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ
Όπως αναφέρει η Παθολόγος, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής, η Παθολόγος – Ογκολόγος, Δρ. Μαρία Καπαρέλου, και ο Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας ΕΚΠΑ, Θάνος Δημόπουλος, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής, αναφέρουν ότι η μελέτη στηρίχθηκε σε δεδομένα από τέσσερις προοπτικές μελέτες κοορτής, με συνολικό δείγμα 5.391 γυναικών με μεταλλάξεις στα BRCA1 (3.882 γυναίκες) και BRCA2 (1.509 γυναίκες).
Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί αν η χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που φέρουν αυτές τις μεταλλάξεις. Στην έρευνα, εξετάστηκε η χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών, όπως τα αντισυλληπτικά χάπια, τα ενδομήτρια σπειράματα που περιέχουν ορμόνες, καθώς και τα ορμονικά εμφυτεύματα.
Η έρευνα χρησιμοποίησε δεδομένα από γυναίκες που συμμετείχαν σε τέσσερις διαφορετικές κοορτές από διάφορες χώρες, μεταξύ 1991 και 2019. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν ιστορικό καρκίνου κατά την είσοδο στη μελέτη και παρακολουθήθηκαν με μέση διάρκεια περίπου 5.6 έως 5.9 χρόνια. Για την εκτίμηση του κινδύνου χρησιμοποιήθηκαν στατιστικά μοντέλα, με στόχο να διερευνηθεί αν η τρέχουσα ή η παλαιότερη χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.
Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι περίπου το 53% των γυναικών με μετάλλαξη στο BRCA1 και το 71% των γυναικών με μετάλλαξη στο BRCA2 είχαν χρησιμοποιήσει ορμονικά αντισυλληπτικά για τουλάχιστον έναν χρόνο. Μεταξύ αυτών, 488 γυναίκες με BRCA1 και 191 με BRCA2 ανέπτυξαν καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Για τις γυναίκες με μετάλλαξη BRCA1, η χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ειδικά όταν η χρήση ήταν μακροχρόνια. Ειδικότερα, η χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών για τουλάχιστον ένα συνεχές διάστημα 12 μηνών συνδέθηκε με μια μέση αύξηση του σχετικού κινδύνου για καρκίνο του μαστού κατά 29% σε σύγκριση με την «ποτέ χρήση». Κάθε επιπλέον χρόνος χρήσης των ορμονικών αντισυλληπτικών συνδέθηκε με αύξηση του κινδύνου κατά 3%. Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την ηλικία πρώτης χρήσης ή τη χρήση πριν την πρώτη γέννα, αλλά η σωρευτική διάρκεια χρήσης επηρέαζε τον κίνδυνο.
Αντίθετα, για τις γυναίκες με μετάλλαξη στο BRCA2, δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η χρήση των ορμονικών αντισυλληπτικών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού δεν αυξήθηκε ούτε με τη συνεχόμενη χρήση ούτε με τη μακροχρόνια χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών.
Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι η χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με μετάλλαξη BRCA1, ιδίως αν η χρήση είναι μακροχρόνια. Οι γυναίκες αυτές θα πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τους κινδύνους και τα οφέλη από τη χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών, καθώς η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του κινδύνου. Για τις γυναίκες με BRCA2 μεταλλάξεις, η μελέτη δεν βρήκε ενδείξεις αυξημένου κινδύνου από τη χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών, αλλά οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα δεδομένα για αυτές τις γυναίκες ήταν περιορισμένα και έτσι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα.