Πάντα όλα θα είναι απλά κι ας το ξεχνάμε πού και πού. Το εμπέδωσα, Κυριακή πρωί, που σαλπάραμε, έτσι ωραία και ξαφνικά, για την Αίγινα. Για να περάσουμε στο νησί λίγες ώρες, χωρίς αυτοκίνητο και πρόγραμμα.
Όλο το σκηνικό φυσικά αλλάζει με το που ξεκινάει το καράβι κι αρχίζει το κύμα, το αεράκι, η παρέα των γλάρων. Όλα αυτά. Οι άθλιοι ήχοι της πόλης έχουν δώσει γρήγορα τη θέση τους στην ειρηνική συνδρομή της φύσης. Οι εικόνες είναι απέραντες, οι άνθρωποι πιο ήρεμοι.
Πολύ γρήγορα, βρισκόμαστε στο καφενείο της Αναστασίας Γαλάρη. Πρώτη στάση. Θεέ μου, τι δώρο κάναμε στον εαυτό μας. Γύρω μας, οι γνωστές συζητήσεις για τις κατσούλες κι «όποιος δεν τις έχει δοκιμάσει με βούτυρο δεν ξέρει τίποτα…». Μεσημεράκι και καίει ο ήλιος. Περπάτημα μέχρι την παραλία, κοντά στην Κολώνα. Δροσερά πεύκα, άνθρωποι σε ψάθες, όλοι φορούν καπέλο, μια παρέα κοριτσιών –όλες στα μπλε και με γυαλιά ηλίου σε σχήμα καρδούλας-, ένα λεπτό από το σημείο, το σπίτι του Γιάννη Μόραλη, βουτιά –επιτέλους- σε δροσερά νερά!
«Σε αυτό το σπίτι, ο Μόραλης έφτανε κάθε χρόνο Απρίλη κι επέστρεφε στο ατελιέ της Αθήνας, τον Οκτώβριο». «Πώς να ένιωθε, όταν, κάθε πρωί, έπινε τον καφέ του, κοιτώντας αυτό»; «Πιστεύω ότι ο Μόραλης, όπου και να ήταν, όλο ορίζοντες έβλεπε». Αυτά είπαμε σε κάτι Ισπανούς, που μας ρώτησαν για το γλυπτό του ζωγράφου, πάνω στον δρόμο, που τούς έκανε εντύπωση.
Η συζήτηση για τους καλλιτέχνες, που περνούσαν αρκετό χρόνο σε αυτό το μαγικό νησί, συνεχίστηκε και καθώς επιστρέφαμε στο λιμάνι για φαγητό. Πού να φάμε, πού να φάμε, τώρα που δεν παίζει αμάξι και να, που η πρόταση ήρθε από την τετραπέρατη, Τασία Γαλάρη. «Μα, στην Αγορά του Γελαδάκη». Ήταν πολύ σίγουρη και δεν σήκωνε κουβέντα, οπότε μας έπεισε. Στην υγειά της, οι γουλιές του άσπρου κρασιού, γιατί πράγματι το γεύμα ήταν απολαυστικό. Τι πεσκανδρίτσα, καλαμάρι απίθανο, μαριδάκι, ωραία χόρτα, πατάτες, αλλά και ελαιόλαδο (Μεσσηνίας –εννοείται ότι το καταλάβαμε πριν μας το πει με καμάρι ο ευγενικός άνθρωπος που σέρβιρε).
Γάτες τεμπέλικες σε διαρκή ύπνο και απολαμβάνοντας τον ήλιο. «Μα τι ωραία ιδέα κυριακάτικα»!
Και η ώρα ήταν ήδη 5. Είχαμε μπροστά μας άλλες τρεις ώρες. Καφεδάκι στο χέρι και βόλτα σε διαδρομές, όπου κυριαρχεί αυτό το ταυτοτικό της Αίγινας: η απλότητα, η αφοσίωση στο σχήμα της γης, όπως παραδόθηκε, οι πυκνές αυλές, οι άπειρες ευκολίες για κάθε είδους δραπέτες. Καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια, κοντά στην Παναγίτσα.
Δεν ξέρω αν ταλαιπωρούμαι, πολλές φορές, από το αγωνιώδες δίλημμα Αθήνα ή επαρχία; Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι πια θέλω να φεύγω (όχι να φύγω). Να φεύγω και να επιστρέφω. Να ορίζω εγώ. Να επαναπροσδιορίζομαι. Αλλά (και) να ακούω (και) ανθρώπους, που επιμένουν για τις βουτυράτες πεσκανδρίτσες. Να με παρατηρώ, αχ, πώς ενθουσιαζόμαστε όταν, πρώτη φορά, βλέπουμε φιστίκι σε δέντρο.
Έτσι ενθουσιαζόμουν κι ως παιδί. Δεν είναι λίγο πράγμα.