Πίνω κρύο καφέ στην πλατεία Μεσολογγίου, στο Παγκράτι. «Δυνάμωσέ το», λέει κάποιος. «Ποιος το ξέρει» με αυτά τα βελούδινα ελληνικά του Χορν, με τη μελαγχολία της αβεβαιότητας, αλλά με σκηνικό, που καταλήγει πάντα σε ένα ακατέργαστο καλοκαίρι. Μετά Τζένη Βάνου «Και το ξέρω πως δε μ’ αγαπάς. Κι όμως θα’θελα». Και Τόλης και Πουλόπουλος και «Crazy crazy girl» με Αλέκα Κανελλίδου. Κι έτσι κύλησε το πρωινό του Σαββάτου. Με τη μουσική ιστορία του Μίμη Πλέσσα να ξεδιπλώνεται και κάθε μα κάθε θαμώνας του Βενιαμίν να ξέρει κάθε μα κάθε τραγούδι του.
Ο σπουδαίος δημιουργός, ο ευτυχισμένος άνθρωπος πέθανε σήμερα, 5 Οκτωβρίου, λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 100 του χρόνια. Διαυγής, αγαπημένος, με τα σημάδια της αφής του σε κάθε πλήκτρο του πιάνου του, πανάλαφρος για τη στιβαρότητα μιας ζωής, που χώρεσε τις διαστάσεις των ονείρων του.
Κάτι φωτεινό και ανεξάντλητο μου θύμιζε και θα μου θυμίζει. Παρήγαγε ακούραστα έργο, που συνεχώς θα ανακαλύπτουμε. Θα λέμε πάντα «τι τεράστιος πιανίστας», θα μιλάμε με ένα μελλοντικό παιδί για το «τσέρκι», θα κατρακυλάμε υπέροχα στα πρώτα πολύχρωμα ‘60ς, εκεί στο Λαγονήσι, με πολλή σιγουριά ότι όντως «μένουμε πάντα παιδιά».
Κι αν οι δρόμοι των χιλιάδων μελωδιών του φέρουν μια ιδιότυπη ευαισθησία, που όμοιά της άραγε πότε θα βρούμε ξανά; οι δρόμοι του μέλλοντος σίγουρα θα τον αναζητήσουν. Έχει δύναμη η αγάπη. Έχει δύναμη η αφοσίωση.
Ωραίος θάνατος, είπε ένα ξανθό αγόρι. Ωραία ζωή, είπε ο Θωμάς. Τέλειωσα τον καφέ μου κι έφυγα. Τα τραγούδια του Πλέσσα συνέχισαν στην πλατεία Μεσολογγίου.
Αντίο, μαέστρο μου.