Ο παππούς και η γιαγιά, για πολλά χρόνια, ζούσαν μέσω της καλλιέργειας του καπνού. Δεν ήταν εύκολο, γιατί δεν σταματούσαν ποτέ. Στην αρχή, ο σπόρος, μετά το φυντάνι, μετά το φύτεμα, μετά το πότισμα και το καλοκαίρι, το μάζεμα. Κάθε εργασία έπρεπε να γίνεται πολύ πρωί. Και για να καταλήγει αξιοποιήσιμο το προϊόν έπρεπε να είναι ευνοϊκές αρκετές συγκυρίες. Πρώτα, ο καιρός, μετά το χώμα, το νερό, τα χέρια, (τα πολλά χέρια), που έπρεπε να συγκεντρωθούν για να μαζευτεί η σοδειά έγκαιρα.
Ο καπνός, ακόμη και χλωρός, μύριζε άσχημα. Μύριζαν τα πάντα στο σπίτι. Τα ρούχα, το δέρμα, η αποθήκη, το αγροτικό αυτοκίνητο. Εγώ, πολύ μικρή, ούτε εφτά, ένιωθα άσχημα, γιατί οι παππούδες μου κουράζονταν, έτρωγαν πρόχειρα, κυρίως ντομάτες, και πάντα στο χωράφι, πονούσαν συχνά στα κόκαλα. Κουβαλούσαν καλάθια πολύ βαριά, δεν σταματούσαν ούτε την Κυριακή. Έραβαν τα φύλλα του καπνού στο χέρι, τα έκαναν αρμάθες και τα πήγαιναν στις λιάστρες για να γίνουν ο γνωστός, ξερός καπνός, που θα κατέληγε στον παραγωγό. Στο Αγρίνιο, ήταν ο Παπαστράτος.
Κάθε Άυγουστο, επειδή ήθελα να τελειώνουμε και να φεύγουμε για το βουνό, προσπαθούσα να βοηθώ κι εγώ στο μάζεμα. Ο πράσινος καπνός έμοιαζε με μαρούλι, αρκετά κολλώδες. Τσεκάροντας, πολλές φορές, ενώ έκανα την απόσταση από τη μια άκρη του χωραφιού στην άλλη, και με το βλαστό του καπνού να υπερέχει πολύ σε ύψος, έφτανα στο τέρμα κατάμαυρη. Μαύρο το δέρμα, μαύρα τα ρούχα. Κολλούσα. Κάποια στιγμή, είπα στον παππού μου ότι εγώ δεν πρόκειται ποτέ να καπνίσω. Κι έτσι έγινε. Έπειτα, τα χέρια του παππού και της γιαγιάς, τα οποία άργησα πολύ να συνηθίσω, ήταν αφυδατωμένα, με αυλακώσεις, που όσο και να καθαρίζονταν, είχαν εμποτίσει από την πίσσα. Τα λυπόμουν αυτά τα χέρια.
Ωστόσο, παρά την σκληρότητα, που είχε αυτή η δουλειά, θυμάμαι με νοσταλγία τα εξής:
Τα απογεύματα του καλοκαιριού, που έραβε όλη η οικογένεια στην αυλή, με κέφι, ειδικά όταν αποκτήσαμε την μηχανή, οπότε η βελόνα στο χέρι ήταν παρελθόν, και γελούσαν όλοι, χαιρετούσαν και προσκαλούσαν για «μια πορτοκαλαδίτσα» όποιον περνούσε από το δρόμο, παρά την κούραση.
Την περίοδο του φυτέματος, συνηθιζόταν, οι άνδρες να ποτίζουν και οι γυναίκες με το «σουβλί» να ανοίγουν τρύπες στο χώμα για να μπει το φυντάνι. Φυσικά, αυτά τα σκυψίματα στέρησαν ισχία και μέσες. Η γιαγιά μου αναφέρεται στην «πονεμένη μεσούλα της», χρόνια τώρα. Στο φύτεμα, λοιπόν, ο παππούς και ο αδερφός του, άνδρες με πυκνά και πολύ λευκά μαλλιά, φορούσαν αυτοσχέδιο καπέλο, που έφτιαχναν από το μαντίλι τους. Το λεγόμενο δίκοχο, που λέει και ο Ρίτσος σε κάποιο ποίημα.
Σήμερα, που δεν υπάρχει ίχνος από αυτό το παρελθόν στο χωριό, όποτε πέφτει το μάτι μου σε φυλαγμένα εργαλεία, στην αποθήκη, όπως είναι οι βελόνες, τα σουβλιά κτλ, θυμάμαι περισσότερο ότι κάποτε οι άνθρωποι κουράζονταν, έχαναν, πονούσαν, αλλά κρατούσαν αυτό που κυριαρχούσε. Κι αυτό ήταν η ομαδική δουλειά, η αλληλεγγύη, η προσφορά, η στιγμή της πορτοκαλάδας ,της αραιωμένης, απόγευμα Αυγούστου. Η αγάπη.
Κι αν με ρωτάς, δεν ξέρω αν ισχύει ή αν το οφείλω στη φαντασία μου: στις φωτογραφίες, άρα ίσως και στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα φως. Και υπήρχε και στα πρόσωπα το ίδιο φως.
Λατρεία.
*Κάθε χρόνο, από το 1990, γιορτάζεται την 1η Οκτωβρίου, παγκοσμίως, η Ημέρα για την Τρίτη Ηλικία – Η ημέρα του παππού και της γιαγιάς.