Έλαβα, πρόσφατα, δώρο από έναν φίλο ένα μπλουζάκι. Ο φίλος αυτός είχε επισκεφτεί ένα φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών, στην Ισπανία. «Μόλις το είδα, είπα αυτό είναι για σένα». «Τι γράφει;». “Prisioneros de una vida en crisis. Transformar la rabia en respuesta”.
Σε ελεύθερη μετάφραση, σημαίνει: «Αιχμάλωτοι μιας ζωής σε κρίση. Μετατρέψτε τον θυμό σε απάντηση». Μάλιστα, η πρώτη φράση, η σκοτεινή, ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα στην περιφέρεια ενός κύκλου και στο εσωτερικό του, η προτροπή ανάμεσα σε επαναστατικά αστέρια, ρόδια (!) και μια μεγάλη γροθιά. «Και γιατί σου θύμισε εμένα; Τόσο καταραμένος είμαι; Δεν έκανα και ποτέ παρέα με τον Πωλ Βερλαίν». Εντάξει, ψύχραιμα τώρα, δεν το πήρα προσωπικά. Άλλωστε, δεν έχουν κάτι μαζί μου οι κολεκτίβες νέων κομμουνιστών/στριών της Ισπανίας. Όπως και να ‘χει, συνδέθηκα κοινωνικά και υπαρξιακά. Βλέπεις, άμα έχεις καλούς φίλους στη ζωή, σε διαβάζουν τόσο εύκολα σαν εξώφυλλο αθλητικής εφημερίδας την περίοδο των μεταγραφών.
Είμαστε, στ’ αλήθεια, θυμωμένα άτομα που ζούμε σε κελιά; Κι αν μας θυμώνει η φυλακή, γιατί δεν σπάμε τα κάγκελα να βγούμε στον έξω κόσμο; Επειδή όποια γενίκευση και να επιχειρήσω να κάνω θα πάει κουβά, θα αναφερθώ μόνο σε μένα και σ’ αυτά που βλέπουν τα ματάκια μου. Αρκετοί άνθρωποι (μαζί κι εγώ) ζουν εντός των ορίων ενός αυστηρά καθορισμένου κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού πλαισίου/συστήματος, έρμαια των συνθηκών, που το ορίζουν. Σε κρίση το σύστημα; Σε κρίση κι εμείς. Οι θεσμοθετημένες, στον δυτικό κόσμο, δημοκρατικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα ποδοπατούνται, όταν συγκρούονται με οικονομικά συμφέροντα.
«Μα τι λες; Ζεις σε μια προηγμένη και δημοκρατική χώρα. Είσαι ελεύθερος!». «Ναι, κράτος μου, είμαι τόσο ελεύθερος όσο κι ένας άστεγος έχει την ελευθερία να επιλέξει σε ποιο παγκάκι να κοιμηθεί». Το κομμάτι της κοινωνικής πίτας, που μού αναλογεί, πέρα από μικρό, μου φαίνεται και ιδιαίτερα άνοστο. «Πώς νιώθεις μετά απ’ όλα αυτά;». «Θυμωμένος. Θυμός πάνω σε θυμό». Ωραία, το πετύχαμε! Η αδικία που έρχεται από τα πάνω συνήθως μετατρέπεται σε οργή κι έρχεται να κουμπώσει στο προσωπικό μου «δράμα», είτε ταιριάζει είτε όχι.
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, όμως, με τον θυμό. Είτε στρεφόταν σε μένα, είτε αλλού. Ούτε από εμένα τον ίδιο δεν επέτρεπα να βγει. Η εικόνα ενός ανθρώπου, που δέχεται επιθετική, οργισμένη συμπεριφορά (δίκαια ή άδικα) ακόμα και σήμερα μου σκίζει το μέτωπο. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι ο θυμός είναι ένα δύσκολο συναίσθημα, που υπάρχει, λίγο – πολύ, μέσα μας. Είναι σαν ένα κακό σπυρί, που κάποια στιγμή πρέπει να σπάσει. Κι όταν σπάσει, άλλοι κατεβάζουν θεούς και δαίμονες προς πάσα κατεύθυνση, άλλοι λένε απλά: «δε μ’ αρέσει εδώ, θέλω να φύγω». Άλλοι ανοίγουν κουβέντα σε υψηλούς τόνους με την τηλεόραση και τ’ αυτοκίνητα και άλλοι ρουφάνε όλο τον αέρα του δωματίου για έναν αναστεναγμό.
Ό,τι με θυμώνει πλέον, από το catwalk ενός πρίγκιπα πρωθυπουργού σε μια πασαρέλα με ερείπια, μέχρι τα επαναλαμβανόμενα λάθη μου, βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα μου σε χιλιάδες λέξεις. Καμιά φορά, τις αφήνω να βγουν για να συναντήσουν τις δικές σας. Όλες μαζί μπορεί να φτιάχνουν μια απάντηση από εμάς για τους άλλους, αλλά και για εμάς. Μια μέρα, θα έρθει αυτή η ένωση και τότε, όπως λέει και ο Ρομπέρτο Χουαρόθ, «δε θα υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο σώμα και στις σκέψεις».