Τον Σεπτέμβριο, τον τέταρτο μήνα του καλοκαιριού πια, κόβουν το air condition χωρίς να ρωτήσουν. Μέσα στα βαγόνια του μετρό, μέσα σε εκείνα τα πάντοτε γεμάτα του ηλεκτρικού οι βεντάλιες κουνιούνται στον ρυθμό της ζέστης, αρμονικά. Εκείνοι που υποφέρουν παραπάνω, ξεφυσάνε και το χαρτομάντιλο δεν ξαναμπαίνει στην τσέπη μέχρι την Ομόνοια. Θα ήθελα να τους πω να κρατήσουν μόνο το αίσθημα της ταλαιπωρίας κι όχι εκείνο των εξωτερικών βλεμμάτων της λύπησης.
Οι τουρίστες συνεχίζουν να γεμίζουν τα παλιά βαγόνια της πράσινης γραμμής, τα καινούρια της κόκκινης. Αυτοί ιδρώνουν περισσότερο, παρατηρώ. Το λένε με δυνατή φωνή στη γλώσσα τους, τους καταλαβαίνω από τα χαρτομάντιλα.
Σε μια γωνιά, ανάμεσα σε πολύχρωμους και γκρίζους ανθρώπους, ένα κορίτσι με μπλε μολύβι στα μάτια και μεγάλους κρίκους μιλάει στο κινητό της. Μιλάει σε βιντεοκλήση, όμως δεν ακούμε τις λέξεις, τις βλέπουμε. Τις βλέπουμε καθαρά, ντυμένες στο μπλε του μολυβιού των ματιών της.Κάθομαι κοντά να πάρω κάτι από το χρώμα της.
Σήμερα στο μάθημα της λογοτεχνίας φανταστήκαμε ένα γεμάτο βαγόνι και διαλέξαμε έναν άνθρωπο για να γράψουμε όσα ποτέ δε θα μάθουμε γι’ αυτόν. Γίναμε συγγραφείς για μία ημέρα και ξεκινήσαμε από τον Άγιο Ελευθέριο. Στα 15 λεπτά μέχρι το Θησείο είχαμε βρει τον Μαρκοβάλντο* μας.
Τώρα είναι η σειρά μου και διαλέγω το κορίτσι που μιλάει με τα χέρια και τα μάτια της. Το κορίτσι που έχει να πει πιο πολλά από εμένα. Το κορίτσι που φωνάζει στη γλώσσα της το σ’ αγαπώ, που φιλάει στον αέρα, που δείχνει όλα της τα δόντια μέχρι και τα πίσω, που αγκαλιάζεται σφιχτά για να αγκαλιάσει, που ξεκινάει να κλαίει λίγο πριν το τέλος της κλήσης.
Κατέβηκε στην Ομόνοια, τη σκεφτόμουν μέχρι το Θησείο και γράφω γι’ αυτή για να μην ξεχάσω ποτέ την πολυλογία ενός ερωτευμένου ανθρώπου.
*Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην Πόλη, βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο – Απόσπασμα από το διήγημα Μανιτάρια στην πόλη, υπάρχει στο βιβλίο της Λογοτεχνίας της Α’ γυμνασίου