Στην ποίηση ο Αύγουστος είναι σώματα ερωτευμένα, φως, λύτρωση, φύση, χάδι, ισορροπία, θάλασσα, ήχοι-πανάκεια. Στην ποίηση ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού κάνει τις ψυχές να αιωρούνται και να ψάχνουν ασταμάτητα με κάτι να γεμίσουν. Οι μυρωδιές είναι πιο έντονες, πιο γλυκές, γεμίζουν τα ρουθούνια της ψυχής και αφήνουν και απόθεμα για τον χειμώνα. Τον Αύγουστο πάντα κάτι θα ρέει, ο χρόνος μόνο σταματά μπροστά σε ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια νυχτερινή βουτιά, σε μια μπουκιά ροδάκινου, σε μια γουλιά δροσιάς. Τα μαλλιά κυματίζουν, η θάλασσα μιλάει λιγάκι, η άμμος μπαίνει στο μάτι, το τσιγάρο δεν ανάβει πάντα, μα τα πάντα είναι καθαρά και ο κόσμος στη θέση του.
Στην ποίησή του, ο Νικηφόρος Βρεττάκος αιωρείται στον αυγουστιάτικο άνεμο, είναι αστέρι που πέφτει, έχει μέσα του νερό αλμυρό, θέλει μια μέλισσα, έχει μια μέλισσα και μια απέραντη γαλήνη.
Άλλωστε είμαστε όλοι, όλες και όλα λουλούδια του σύμπαντος και ανθίζουμε, θα ανθίζουμε μάλιστα, σε πείσμα της πραγματικότητας.
Αυγουστιάτικος άνεμος
Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος, προς τα πάνω.
Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.
Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.
Νικηφόρος Βρεττάκος, από τη συλλογή «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Τόμος 2ος (Εκδόσεις Θεμέλιο)