Καλοκαίρι, χωριό ή νησί, πάντως σίγουρα θάλασσα στον ορίζοντα, ανοιχτά παραθυρόφυλλα, εισβολή ήχων ξεγνοιασιάς, μυρωδιάς ζεστής, ήλιου που δύει. Είναι οι δυο τους, τα σώματα αλμυρά, η θερμοκρασία αδιάφορη, τα σεντόνια βαμβακερά. Οι γείτονες στη θάλασσα, τα παιδιά στην πλατεία, κάποιοι πήγαν στο παρακάτω χωριό, έχει πανηγύρι, θέλουν να χορέψουν. Τα μπλε παντζούρια θα κλείσουν, ο χρόνος θα σταματήσει, στην απόλυτη ησυχία θα ακούγονται μόνο τζιτζίκια και δε θα έχει ξανά σημασία η ώρα, μέχρι να σημάνει η ανατολή του ηλίου και το άκουσμα των πρωινών ήχων.
Μεσημέρι Αυγούστου
Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο κάτω απ’ το λόφο.
Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε, είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα.
Από κει κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους,
κ’ ένα άρωμα από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν.Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, 4ος τ., εκδ. Κέδρος)