Είναι 2016 και είναι Ιούλιος. Πηγαίνουμε στα Κύθηρα, που τα έχουμε αναγάγει στον παράδεισο που θα υπάρχει ένα σπίτι ανοιχτό για όλους, όλες και όλα. Αγαπάμε ήδη αυτό το νησί από το ’13, που πίναμε ποτά κάτω από το κάστρο και το φεγγάρι. Κάπου εκεί, θυμόμαστε ένα τραγούδι της Αρλέτας και ψάχνουμε απεγνωσμένα σε κάθε μπαρ των Κυθήρων να πιούμε ένα σφηνάκι Batida de coco, γιατί είναι το τραγούδι της ζωής μας πια και δε γίνεται να μην καταγραφεί στους γευστικούς μας κάλυκες. Στα μπαρ, βαφτίζαμε τα σφηνάκια τεκίλα Batida de coco και ελπίζαμε σε κάθε μας λύπη να απαντάμε «Τι να γίνει, Batida de Coco». Η Αρλέτα είχε γίνει το καλοκαίρι και τα Κύθηρά μου (έχω να δω το νησί από τότε).
Εναν χρόνο μετά, σχεδόν ακριβώς, πεθαίνει την Παγκόσμια Ημέρα Γάτας κι ας ήταν γάτα εφτάψυχη. Την έβλεπε γάτα κι ο Βαγγέλης Γερμανός, ήσυχη και μεγάλη, ίσως λευκή λέω εγώ με το πιο καθαρό νιαούρισμα στον κόσμο των γατιών.
Με τα τραγούδια της ζούσα – και ζω – περιπέτειες και γνωριμίες που σίγουρα δεν είχα ζήσει, ούτε μεθυσμένη. Έψαχνα «Το μπαρ το ναυάγιο» στην «πατρίδα» της, όπως ένιωθε τα Εξάρχεια και διάβαζα ταυτόχρονα ότι το τραγούδι άρχισε να γράφεται σε μια χαρτοπετσέτα ενός καφέ – ουζερί, του καφέ ουζερί όπου η Αρλέτα συνάντησε τα ναυάγια του τραγουδιού της. Σιγοτραγουδούσα «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» και στο μυαλό μου έβρισκα ένα πρόσωπο μονάχα για όσο κρατούσε το τραγούδι. Άκουγα το «Αυτόματος τηλεφωνητής» για μέρες κι ας μην είχα λάβει καμία λέξη από την καρδούλα του βγαλμένη ποτέ – γιατί δεν έζησα ποτέ με αυτόματο τηλεφωνητή. Είχα κολλήσει με την «Πλατεία Αμερικής» – πολύ πριν την έμπνευση που μου έδωσε απλόχερα η Πατησίων – που τη φανταζόμουν αφιλόξενη για έρωτες και πλάσματα ρομαντικά μιας και είχα μάθει απ’ έξω το τετράστιχο «Ήταν ένα κουταβάκι, ένα αδέσποτο σκυλάκι, μια Δευτέρα στην πλατεία Αμερικής που δεν το υιοθέτησε κανείς». Συνδύαζα ανεκπλήρωτους έρωτες ταινιών και βιβλίων με το «Έρχεται κρύο» – υποσχόμουν ότι στο δικό μου βιβλίο, πιο ρεαλιστικά, σε ένα δικό μου διήγημα, το ένα κομμάτι του ζευγαριού θα το άκουγε για να κλάψει αναγκαστικά και θα έστηνα τη λογοτεχνική μου σκηνή πάνω στους στίχους του τραγουδιού. Πριν το γατί μου το Ματελό, ήθελα μια γάτα Σερενάτα. Τη θέλω ακόμα.
Η Αρλέτα με τις 8 κιθάρες της δε θα παίξει ποτέ στο Ηρώδειο κι έτσι εγώ δε θα την ακούσω ποτέ από κοντά. Θα ξεκοκαλίζω συνεντεύξεις της, συνεντεύξεις εκείνων που την έζησαν, θα μαθαίνω ότι διάβαζε πολύ και διάβαζε και σε όποιον έμπαινε σπίτι της. Θα ακούω το τραγούδι της ζωής μου και θα νοσταλγώ τα Κύθηρα και τη φωνή της. Την πιο νοσταλγική εγχώρια φωνή.
Αρλέτα 3 Μαρτίου 1945 – 8 Αυγούστου 2017