Αφαίρεσε το μακιγιάζ, έβαλε στο μέτωπο και τον λαιμό λίγη κρέμα με εκχύλισμα από πίτουρο ρυζιού και νερό ginseng και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αδύνατον όμως.
Άγγιξε τα σημάδια της, ένα – ένα. Πολλά σημάδια, ασυνήθιστα πολλά. Ήταν η Μέριλιν Μονρόε ή η Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, που άλλαξε έντεκα θετούς γονείς χωρίς να γνωρίσει την πραγματική αγάπη. «Όταν ήμουν μικρή, κανείς δε μου είπε ότι είμαι όμορφη. Πρέπει να λέμε σε όλα τα κορίτσια, όταν είναι μικρά, ότι είναι όμορφα. Ακόμα κι αν δεν είναι».
Η μοναξιά της ήταν γκρι και σκελετωμένη. Της ανακάτευε τα μαλλιά, της αφυδάτωνε το δέρμα. Το διάφανο κορίτσι, μέσα στο πλήθος, έψαχνε τη μικρή γωνιά, όπου κάθε άνθρωπος μπορεί να ζεσταθεί με λίγη κανονικότητα.
Στη μέση του καλοκαιριού, πέταξε το φόρεμα με τις κρυστάλλινες πούλιες, τις Ferragamo γόβες και τον εφιάλτη, για να φορέσει αχανή λευκά μπλουζάκια, ή μια πετσέτα, ή τίποτα και να την απαθανατίσει ο φακός του Τζορτζ Μπάρις στην τελευταία της φωτογράφιση, σε μια παραλία της Σάντα Μόνικα. Ήταν ελεύθερη, είχε και μια ουλή κοντά στην χολή.
Λίγες εβδομάδες μετά, στις 5 Αυγούστου 1962, βρέθηκε νεκρή από την οικονόμο της, στο σπίτι της στο προάστιο Μπρέντγουντ του Λος Άντζελες. Ήταν 36 χρόνων και με ένα ημίφως στο απορημένο βλέμμα της. Με σκότωσαν; Με σκότωσα; Με αγάπησαν; Με αγάπησα;
«Ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου», θα έλεγε ο Άρθουρ Μίλερ και κανείς δεν υποστήριξε ποτέ το αντίθετο.
Αλλά και σε πέντε αιώνες θα την θυμούνται.