Ο χρόνος, δεμένος στον αριστερό μου καρπό, δείχνει 06:30. Βάζω μπροστά τη μηχανή του Clio. Ξεκινάω. Στα πρώτα λεπτά της οδήγησης, έχω στα δεξιά μου τη λίμνη Τριχωνίδα (δε χωράει αμφιβολία σ’ αυτό). Ανεβαίνω τις στροφές για το Θέρμο και ο δρόμος, δρόμος. Στην Αγία Σοφία, προσπερνάω ένα μπλε Toyota Hilux του 1977. Οδηγός ένας γλυκός ασπρομάλλης και δίπλα του, η συντονίστρια σύζυγος. Στην καρότσα, τα εγγόνια, κορίτσι και αγόρι, με κοιτούν και κοκκινίζουν από ντροπή. Κρύβονται μέσα στις κουβέρτες, που έχουν για σκέπασμα, μοιράζονται το χώρο με προμήθειες για ένα μήνα και οικόσιτα ζώα. Η λευκή γίδα γλείφει τρυφερά το αυτί του μικρού. Συνεχίζω. Έχω αφήσει πίσω το Θέρμο, το τελευταίο χωριό στη διαδρομή μου με «ανέσεις», όπως σούπερ μάρκετ, βενζινάδικο και φαρμακείο.
Ανεβαίνω αμέτρητες στροφές για να βρεθώ στα 850 μέτρα υψόμετρο. Μπαίνω στον Πλάτανο, γνωστό κεφαλοχώρι της ορεινής Ναυπακτίας. Η ιδιαίτερη πατρίδα του γνωστού θεατράνθρωπου, Δημήτρη Ροντήρη και αγαπημένο μέρος του Καραϊσκάκη για να αναρρώνει από τη φυματίωση. Μετά, το Χάνι Λιόλιου. Εκεί ο φούρνος καίει από τις 6 το πρωί, μια στάση είναι απαραίτητη. Όταν φτάσει εδώ το μπλε αγροτικό, τα παιδιά θα φάνε κρουασάν και οι μεγάλοι θα πιουν ελληνικό καφέ. Κατεβαίνοντας προς το φράγμα του Εύηνου, στην πρώτη πηγή, συναντάω ένα τζιπ Lada Niva. Οδηγός ένας νεαρός και δίπλα του ο παππούς. Τον καμαρώνει που έχει τα χέρια στο τιμόνι. Έχουν γεμίσει τα παγούρια με νερό και είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν. Φτάνω στη γέφυρα της Κλεπάς, έχω ακόμα ένα βουνό ν’ ανέβω. Χωματόδρομος. Όπου να ‘ναι, φτάνω.
Το χωριό μου φαίνεται στη μύτη μιας πλαγιάς του βουνού, μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από έλατα. «Καλώς ήρθατε στο Λιβαδάκι», ο πολιτιστικός σύλλογος. Ένα ξεχασμένο μέρος στα σύνορα τριών νομών, Αιτωλοακαρνανίας, Ευρυτανίας, Φωκίδας, με μόλις 43 μόνιμους κατοίκους.Το καλοκαίρι γεμίζει από παραθεριστές, που όσο περνάνε τα χρόνια γίνονται όλο και λιγότεροι. Λένε «καλό καλοκαίρι» στις 14 Αυγούστου και δυο μέρες μετά, «καλό χειμώνα». Είναι χτισμένο στις βορειοανατολικές πλαγιές αντερείσματος του βουνού Κοκκινιάς, στα 1.200 μέτρα υψόμετρο. Δεν είναι γραφικό σαν τα γνωστά χωριά της Ηπείρου και δεν αποτελεί τουριστική ατραξιόν. Είναι όμως, όπως και πολλά άλλα ορεινά μέρη στην Ελλάδα, κομμάτι του καθρέφτη της ιστορίας των τελευταίων αιώνων. Από το χτίσιμο των σπιτιών, την αναζήτηση νερού και τις αγροτικές καλλιέργειες, μέχρι το θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και την μετακίνηση του πληθυσμού στον κάμπο και τις πόλεις.
Εδώ νιώθεις ότι όλη η πληροφορία έρχεται από κάτω. Περπατώντας στα γύρω βουνά θα δεις αδειανά πολυβολεία του εμφυλίου και μέσα στα δάση κρυψώνες ανταρτών. Ανεβαίνοντας στις κορυφές, το μάτι σου θα πέσει σε άλλες κορυφές. Δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν τελειώνουν πουθενά. «Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν για σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα», όπως έγραφε ο Σεφέρης. Η ίδια εικόνα σε άλλους εμπνέει ένα ποίημα και σε άλλους,κόντρα στο φυσικό τοπίο, πανύψηλες ανεμογεννήτριες.
Είμαι τυχερός που πρόλαβα ν’ ακούσω τις ιστορίες από τα χείλη των παππούδων και των γιαγιάδων. Γι’ αυτούς, το βουνό είναι η ζωή τους και για εμάς σημείο αναφοράς. Είναι το αυγουστιάτικο σκηνικό των παιδικών μας χρόνων. Το βίωμα της ιστορίας και της φύσης. Τα πρώτα μας βήματα, η πρώτη βόλτα. Το σβήσιμο των διακοπών μετά τα πολύβουα νησιά. Ο νυχτερινός ουρανός των αστερισμών. Το ασφαλές νοητικό και φυσικό καταφύγιο που επιστρέφουμε, όταν τα βρίσκουμε σκούρα. Το γεφύρωμα της σιωπηλής γενιάς της κατοχής με τους millennials. Αυτοί μας έμαθαν πώς είναι να ζεις χωρίς θερμοσίφωνα κι εμείς τους δείξαμε τη βίντεο-κλήση. Ερχόμουν, έρχομαι και θα έρχομαι εδώ. Ελπίζω να γίνω ο (γλυκός) ασπρομάλλης παππούς, που θα κρατάει γερά το τιμόνι στις στροφές.