Είμαι στο ταξί. Ο οδηγός ακούει μια ραδιοφωνική εκπομπή. Η γλυκιά φωνή της παρουσιάστριας βάζει σε σειρά λίγα λόγια για την Pina Bausch που γεννιέται σαν σήμερα. Αμέσως μετά, ακούγεται η ηλεκτρική κιθάρα από το «Μου ‘πες θα φύγω» και από πάνω η ίδια γλυκιά φωνή που συνθέτει ένα μικρό εγκώμιο για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που επίσης βλέπει το φως μια μέρα σαν κι αυτή το 1948.
Ο Παύλος θα έβλεπε αυτό το φως, ακόμα και μέσα στα σκοτάδια του, μέχρι και την 6η Δεκεμβρίου του 1990. Η ζωή του μου θυμίζει λίγο πολύ έναν στίχο του Φοίβου Δεληβοριά που λέει πολύ πετυχημένα «Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα μα θα κρύβουν μια φωτιά». Η φωτιά του Σιδηρόπουλου ήταν η μουσική. Η μουσική που τόνιζε από την αρχή του ως το τέλος του, ότι είναι πέρα από την πολιτική, πέρα από τα σύνορα, τις θρησκείες, τις μικρές και μεγάλες διαφωνίες. Η μουσική που ευχόταν να ενώνει τους ανθρώπους και να τους κάνει συντρόφους στο αυτί και την ψυχή.
Έζησε πολλά μουσικά. Συνεργάστηκε με ανθρώπους που ακόμα και οι τριαντάρηδες έχουμε να θυμόμαστε. Σήμερα, ακούγοντας την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ποτέ, θυμάμαι ότι στη μεταπολίτευση, όταν το ροκ έφθινε και οι μουσικοί του σιγά σιγά αραίωναν προς το εξωτερικό, για να συνεχίσει να παίζει, συνεργάζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Θυμάμαι ακόμα, ότι στα 30 του γίνεται ο παντοτινός Απροσάρμοστος και παίζει τον εαυτό του σε μια ταινία που ακούγεται για πρώτη φορά το «Να μ’ αγαπάς», παιγμένο απλά και καθαρά με μια κιθάρα, για να νιώθουμε κάθε γράμμα των στίχων και κάθε ανάσα του Παύλου.
Δάμων και Φιντίας, Μπουρμπούλια, Σπυριδούλα και Απροσάρμαστοι, τον συνοδεύουν και τους συνοδεύει, στα 20 γεμάτα γεμάτα χρόνια του μουσικού του περιπάτου. Στην τελευταία του συνέντευξη ακούω ακόμα ότι ένας Απροσάρμαστος είχε πει ότι μαζί με τον Παύλο γνώρισε την καταστροφή και την ανάσταση και σκέφτομαι ότι ακριβώς γι’ αυτό κάθε χρόνο και για κάθε χρόνο μαζεύονται και θα μαζεύονται φίλοι και θαυμαστές του: Για να μοιράζονται την ίδια στιγμή στον χώρο της μουσικής σκηνής του Κυττάρου ένα κοινό δάκρυ, φανερό ή κρυφό.
Το αγαπημένο του τραγούδι ήταν «Οι σοβαροί κλόουν», που είχαν κάτι λίγο από Lou Reed και κάτι πολύ από Αθήνα και τους ανθρώπους της με τα σκυμμένα κεφάλια. Το δικό μου αγαπημένο είναι καμιά φορά το «Στην Κ.» ή καμιά άλλη φορά το «Πού να γυρίζεις», γιατί τον σκέφτομαι να περιπλανιέται στην Πατησίων για να φτάσει μέχρι την πλατεία Εξαρχείων, ή να κάνει την αντίθετη διαδρομή με βήμα σταθερό αλλά με μυαλό χαμένο.
Είμαι στο λεωφορείο τώρα. Ανοίγω το Spotify για να μείνει στα αυτιά μου μέχρι και που θα κοιμηθώ, μέχρι να με πλακώσει εντελώς όλο το σκοτάδι του, που είναι όμως το πιο φωτεινό σκοτάδι της γης.