Όταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης κλήθηκε να δώσει ένα σύντομο βιογραφικό του, έγραψε το παρακάτω: «Γεννήθηκε, ζει, θα πεθάνει». Παραπήρε σοβαρά την οδηγία «σύντομο», αλλά ταυτόχρονα μας έδωσε κάτι τόσο περιεκτικό, που αυτά τα τρία ρήματα θα μπορούσαν να συνοψίσουν το βιογραφικό όλων μας. Η διαφορά, βέβαια, βρίσκεται κυρίως στο μεσαίο ρήμα. Το μεγάλο μυστήριο. Όπως αναρωτιέται σαν τραγικός ποιητής (σ.σ. ο Αλκίνοος) στο τραγούδι του «πάντα θα ξημερώνει», «τι είναι ζωή, τι μη ζωή και τι τ’ ανάμεσό τους»; Είναι από τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση ή έχουν χιλιάδες. «Μια ζωή θα ψάχνω τι είναι η ζωή; Και πότε θα ζήσω»; «Έχουν ψάξει άλλοι για σένα, από τα μεγαλύτερα μυαλά της ανθρωπότητας, μέχρι σύμβουλοι αυτοβελτίωσης. Όση γνώση και σαχλαμάρα έχει συγκεντρωθεί γύρω από αυτό το θέμα, μόνο εσύ ξέρεις καλύτερα τι σου συμβαίνει κάθε στιγμή». Δεκτό.
Γεννήθηκα, λοιπόν. Οι πρώτες αναμνήσεις καλοκαιρινές. Αυτοσχέδια κούνια ανάμεσα στην σκιά δύο πανύψηλων δέντρων. Σβήνω τούρτα με δύο κεράκια στην αυλή του σπιτιού, δίπλα σε χλωρά βελονιασμένα φύλλα καπνού. Παππούς και γιαγιά. Νηπιαγωγείο από τριών χρόνων. Δασκαλοπαίδι. Ανέμελα καλοκαίρια στη θάλασσα και το βουνό. Μαθαίνω απ’ έξω θεατρικά κείμενα. Γίνομαι το μεσαίο παιδί. Οι αδερφές μου. Εφηβεία. «Πρέπει να δείχνεις ωριμότητα». Πίεση. Θετικό μυαλό. Φίλοι και φίλες. Μουσική. «Η γνώση είναι δύναμη, πρέπει να κατακτήσεις όση περισσότερη μπορείς για να νιώσεις ελεύθερος». Πολυτεχνείο. Ο αγώνας του Μάη και Ιούνη. Έρωτες, νησιά, καράβια, βλέμματα, λόγια που ακόμα με μεθάνε. Κρίση. Άγχος. «Τι θα κάνεις στη ζωή σου»; Εργασιακός βίος. «Έχετε πολλά προσόντα, αλλά εμείς δίνουμε τις νόμιμες κατώτατες απολαβές». Καταπίεση. Αθήνα. «Ζούμε χαρούμενα σαν να είμαστε στο 2007». Εγκλεισμός και ψυχολογικά. «Δε βοηθάει η υπερανάλυση, σας προσθέτει κι άλλο βάρος». Φόβος. Αναλαμβάνω την ευθύνη και παίρνω τη ζωή στα χέρια μου. Εδώ και τώρα.
Και μέσα από αυτό το παπακαλιάτικο flashback, έρχομαι στο σήμερα. Συνεχίζω να περπατάω πάνω στο δρόμο, που δεν ξέρω πώς και πότε τελειώνει. Πότε μόνος, πότε δίπλα σε άλλους. Αυτό που με φέρνει κοντά τους είναι κι αυτό που με κρατάει μακριά. Τη μία φορά γίνομαι ένα με το πάτωμα, την άλλη μπορώ με τα δάχτυλά μου ν’ αγγίξω τη μύτη ενός βουνού. Μετράω το χρόνο μου με καλοκαίρια, φιλιά, αγάπες, σπίτια, τραύματα, φωτογραφίες, απώλειες, τραγούδια, μυρωδιές, τοπία, ανθρώπους. Γράφω για να δω βαθιά μέσα μου και να σας βρω, ακόμα κι εσάς που δε γνωρίζω. Εύχομαι από δω και πέρα να αντέχω όσα θέλω. Να ζω την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα σαν λατινοαμερικάνος ποιητής. Ν’ ανοίγω τον δρόμο με την αγάπη και να έχω την καρδιά μου πάντα ανοιχτή. Να έρθει μια μέρα, που όλα, μ’ έναν μαγικό τρόπο, θα είναι στη θέση τους και το μόνο που θα χρειαστεί θα είναι να κάνουμε το πρώτο βήμα.
Μπορεί η ζωή να είναι ένα μεγάλο μυστήριο, αλλά δίνει πολλά hints για να μας οδηγήσει στο να βρούμε τον τρόπο. Είναι όμορφη και γλυκιά, αφημένη στην τυχαιότητα, ποδοπατιέται, αντιστέκεται στους νόμους και ώρες – ώρες μοιάζει κατάμαυρη. Μέσα στο σκοτάδι, όμως, θα υπάρχει πάντα «ένα φωσάκι αγέννητο», ικανό κάποια στιγμή να δυναμώσει και να τα κάψει όλα. Κατά τ’ άλλα είναι καλοκαίρι, ας αφεθούμε στην χαρά του, στο νερό και σε κάθε τι που θα μπει στην καρδιά μας.
ΥΓ: Εμπνεύστηκα κομμάτια του κειμένου από τον αγαπημένο μου δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου «Απροστάτευτος» κι από το τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Πάντα θα ξημερώνει».