Ιούλης 2004. Η χώρα σ’ ένα διαρκές ντελίριο μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλου από την εθνική ομάδα. Το «πειρατικό» κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, κατάφερε χωρίς να παίξει και το καλύτερο ποδόσφαιρο να βρεθεί στην κορυφή της Ευρώπης, νικώντας ομάδες μεγαθήρια για εκείνη την εποχή. Από τα πιο όμορφα καλοκαίρια της ζωής μου. Είχα μόλις τελειώσει το λύκειο, είχα πετύχει στις πανελλήνιες εξετάσεις, είχα λάβει το μερίδιο της «εθνικής» ευτυχίας, που μου αναλογούσε και ζούσα κατά μήκος της ανεμελιάς και της κραιπάλης.
Μετά ολυμπιακοί αγώνες, επίπλαστη ευημερία, οδεύουμε σαν τον Τιτανικό σε παγόβουνο, κρίση, όπως τα ξέρετε. Από τότε άλλαξαν πολλά. Τα μαλλιά του Ζαγοράκη γκρίζαραν, η Ελλάδα χρεοκόπησε και η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο έφθινε. Ναι, έχοντας ζήσει αμέτρητα απογεύματα παίζοντας μπάλα στη γειτονιά, έχοντας για πάντα χαραγμένη στη μνήμη την γκολάρα του Βαζέχα στο Άμστερνταμ, το ενδιαφέρον μου για την παρακολούθηση ποδοσφαιρικών αγώνων περιορίζεται στο ν’ ανοίγω την τηλεόραση στους τελικούς μεγάλων διοργανώσεων. Λίγο γιατί τελευταία μ’ έχει κερδίσει το μπάσκετ, λίγο γιατί η σημερινή ποδοσφαιρική ελίτ χάνει στη σύγκριση με τις προηγούμενες, λίγο η ασταμάτητη εμπορευματοποίηση, η διαφθορά και η βία, αποκαθήλωσαν άλλη μία παιδική μου αγάπη.
Στα τελευταία Mundial και Euro, επειδή το ενδιαφέρον για το ίδιο το άθλημα πέρασε σε δεύτερη μοίρα, άρχισα να παρατηρώ τις συνθέσεις των μεγάλων εθνικών ομάδων της Ευρώπης. Δεν είναι κάτι που χρειάζεται μεγεθυντικό φακό, οι εντεκάδες τους είναι πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές.Γαλλία, Ελβετία, Βέλγιο, Αγγλία, Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία, Δανία διαθέτουν στις τάξεις τους δεκάδες ποδοσφαιριστές, που δεν έχουν καταγωγή από την χώρα, την οποία εκπροσωπούν στα γήπεδα. Τα παιδιά των μεταναστών, που γλίτωσαν και επιβίωσαν σ’ ένα αφιλόξενο περιβάλλον, έμαθαν να παίζουν μπάλα και τώρα αυτοί που τους εμπόδιζαν, χτίζοντας φράχτες στα σύνορα ή τους έπνιγαν στη θάλασσα, τους πετάνε χρυσάφι στα πόδια.
Ο 17χρονος Λαμίλ Γιαμάλ, ένας από τους πρωταγωνιστές του Euro 2024, με καταγωγή από το Μαρόκο και την Ισημερινή Γουινέα, φορώντας τη φανέλα της εθνικής Ισπανίας, έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία της διοργάνωσης. Μεγάλωσε στη Ροκαφόντα, μια από τις πιο φτωχές γειτονιές της Καταλονίας, την οποία, το ακροδεξιό κόμμα VOX, είχε χαρακτηρίσει ως «μια πολυπολιτισμική κοπριά». Σήμερα, μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης δίνει μέχρι και 200 εκατομμύρια το χρόνο για να τον αποκτήσει. Αναρωτιέμαι πώς ένιωσε ο βασιλιάς Φελίπε ο ΣΤ’, όταν του έσφιξε το χέρι για να τον συγχαρεί ή ένας μέσος συντηρητικός Ισπανός, όταν πανηγύρισε το γκολ του. Δε μυρίζει κοπριά, όταν συμβάλλει στην «εθνική» υπερηφάνεια ή φέρνει λεφτά στα ταμεία, ε;
Θυμάμαι μια γελοιογραφία του Τάσου Αναστασίου, στην εφημερίδα Αυγή, που έδειχνε ένα σκάφος του λιμενικού να προσεγγίζει μία βάρκα με πρόσφυγες κι από τα μεγάφωνα του σκάφους ν’ ακούγεται η φράση: «από μπασκετάκι ξέρει κανείς»; Χρειάστηκε μόλις μια εικόνα και τέσσερις λέξεις για να μας δοθεί, αρκετά εύστοχα, μια πτυχή του τρόπου αντιμετώπισης των δυτικών κοινωνιών προς τους μετανάστες και πρόσφυγες. Θα σε δεχτούμε – και πάλι με αστερίσκους – αν διαπρέψεις σε κάποιο άθλημα και γίνεις σταρ. Θα σε αφήσουμε να φορέσεις και τη φανέλα με τα εθνικά χρώματα – και πάλι με βαριά καρδιά – αρκεί να τραγουδάς με πάθος τον εθνικό ύμνο. Οι πολιτικοί μαϊντανοί, που πριν δήθεν δεν μπορούσαν να προφέρουν τ όνομά σου, τώρα θα σκίζονται για μια φωτογραφία δίπλα σου.
Στην πραγματικότητα, ο εχθρός για όλους αυτούς που κουνούν το δάχτυλο είναι η φτώχεια και όχι το χρώμα. Γι’ αυτό, χτίζουν ψηλούς τοίχους στα σπίτια τους, υψώνουν φράχτες στα σύνορά τους, βάζουν μπάτσους να φυλάνε τις δομές τους. Η φτώχεια πρέπει να κρατηθεί έξω από αυτό που έχουν αυτοί και δεν έχει εκείνη. Την αφήνουν να πνιγεί, να καεί, να θαφτεί, να μαχαιρωθεί για τα οπαδικά, να κακοποιηθεί και να πεθάνει αβοήθητη. Αν γλιτώσει απ’ όλα αυτά, με λίγα ψίχουλα θα σταθεί πάλι στα γόνατά της και θα τους πιστέψει. Με λίγη «ενημέρωση» θα στραφεί εναντίων των αδύναμων, των άλλων φτωχών που «φταίνε» για το χάλι της. Με λίγη εξουσία θα σηκώσει το χέρι της σε ό,τι υπάρχει από κάτω της. Αναρωτιέμαι κι εγώ, σαν τον Τζίμη Πανούση, «ως πότε θα κρατήσει αυτή η ανακωχή μεταξύ των ενοίκων;».