Η Τάνια Παλαιολόγου είναι όσα σκέφτηκε, όταν, ως παιδί, αποφάσισε να «χορέψει πάνω στο φτερό του καρχαρία». Ήταν πολύ μικρή, όταν μπήκε στα βαθιά, παίζοντας στο (πολυβραβευμένο) «Τοπίο στην ομίχλη» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο δικός της βιώσιμος δρόμος, με ό,τι την αφορά και ό,τι μπορεί να δεχτεί τον κόπο και την αφοσίωσή της, δεν άργησε να έρθει. Λογικό. Τα τελευταία χρόνια, περνάει άπειρες ώρες σε στούντιο ως ηθοποιός φωνής. Εξάλλου, πάντα κάνουμε αυτό που είμαστε και πάντα γινόμαστε αυτό που κάνουμε. Κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Είχα «εντολή» από έναν μικρό μου φίλο να την ρωτήσω πώς μπορεί «και κάνει τόσες φωνές» σε μεταγλωττισμένες σειρές, κινούμενα σχέδια και διαφημίσεις. Μου απάντησε γελώντας δυνατά. Στο βάθος, σε ντελίριο, χιλιάδες τζιτζίκια.
Τάνια, ανάμεσα σε «τόσους τόπους», ποιος μπορεί να είναι ο γενέθλιος τόπος σου;
Νιώθω οικεία, όταν η σύνθεση της ομάδας, στην οποία βρίσκομαι, είναι άνθρωποι, με τους οποίους έχω κοινό κώδικα. Αν βρεθώ με ανθρώπους, που δεν μπορώ να επικοινωνήσω, μπορεί να υποφέρω. Όταν, λοιπόν, η ομάδα έχει σύμπνοια, τότε νιώθω ότι μαθαίνω πράγματα, ότι προχωρώ. Και κάτι τέτοιο μπορεί να αφορά και στην μεταγλώττιση και στο θέατρο. Μπορεί να είναι μια παράσταση, όπως έγινε πρόσφατα με τον «Τόρνο» του Γιάννη Κεντρωτά, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου, που η σύνθεση του θιάσου κι όλων των συντελεστών ήταν μαγική. Ένιωσα κι εκεί ότι μαθαίνω, ότι προχωρώ, ότι αυτό που έχω να προσφέρω είναι κάτι σημαντικό. Αισθάνθηκα ότι όλοι εμείς έχουμε κάτι να πούμε. Γιατί και ο τρόπος, που το κάνουμε, φέρει έναν κώδικα, που εμένα με αφορά πάρα πολύ. Τέτοιος είναι ο κώδικας της ευγένειας και της ευγνωμοσύνης.
Πώς το έλεγε κάποιος «η τύχη να έχεις ταλέντο δεν είναι αρκετή. Πρέπει επίσης να έχεις το ταλέντο να έχεις τύχη».
Κάποια πράγματα ήρθαν εντελώς τυχαία στη ζωή μου, όπως ήταν η πρώτη συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, στα 11 μου χρόνια. Τότε δεν ήμουν ούτε γειωμένη φυσικά, ούτε συνειδητοποιημένη, ούτε τίποτα. Ήμουν, όμως, ένα παιδί εσωστρεφές. Μου άρεσε πολύ να διαβάζω και να είμαι μόνη μου. Δεν ήμουν από τα παιδιά, που ήταν έξω κι έπαιζαν. Οι ιστορίες, όμως, ήταν αυτές που με ενδιέφεραν πολύ. Οπότε σε πρώτη φάση, με μαγνήτισε αυτό που συνέβη στην πρώτη μου δουλειά με τον Αγγελόπουλο. Τώρα, έτσι όπως τα θυμάμαι, νιώθω ευγνώμων, που έζησα αυτή την εμπειρία. Ήταν όμως και πολύ δύσκολα. Στο κομμάτι της δυσκολίας, νομίζω ήταν που με βοήθησε περισσότερο ο Αγγελόπουλος, κάνοντάς με να μπω πολύ πιο συνειδητά στον χώρο. Δεν περίμενα, σε καμία περίπτωση, στρωμένα χαλιά με ροδοπέταλα. Κατάλαβα από νωρίς ότι η δουλειά, όσο ονειρική και να φαντάζει προς τα έξω, – παραμυθάδες είμαστε, ιστορίες λέμε- έχει τρομερό κόπο, δυσκολία και πέρασμα από δύσβατες διαδρομές. Και τότε, η δύσβατη διαδρομή είχε να κάνει και με τις άγριες συνθήκες από άποψη καιρού, από άποψη ωραρίων –πολύωρα γυρίσματα- σε κρύο, σε χιόνια, σε βροχές, μέσα σε τρένα, σε πολλούς, δηλαδή, εξωτερικούς χώρους. Έχοντας, λοιπόν, περάσει από τέτοια διαδικασία σε τόσο μικρή ηλικία, κατάλαβα ότι η μαγεία έχει από πίσω πολύ σκάψιμο. Σκάψιμο κανονικό, με φτυάρι, πέτρες και χώμα.
Έχει πολλή σημασία η δική σου μνήμη πώς περιέχει αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο και καλλιτέχνη.
Τον Αγγελόπουλο τον θυμάμαι, λοιπόν, να με καθησυχάζει. Παίρναμε τις σκηνές, μία – μία, και τις βλέπαμε και, κάποια στιγμή, στην πορεία των γυρισμάτων, διαβάσαμε κι ολόκληρο το σενάριο. Καθησυχαστικό και τρυφερό τον έχω στο μυαλό μου, πολύ συγκεκριμένο και πολύ πιστό στο όραμά του. Ήταν πολύ σίγουρος γι’ αυτό που ήθελε. Και στο γύρισμα, από την άλλη, μπορούσε να γίνει και δυναμικός κι ενίοτε και σκληρός. Έπρεπε να συντονίσει, εξάλλου, ένα ολόκληρο συνεργείο, κομπάρσους, τρένα, ελικόπτερα. Όλα αυτά απαιτούν οπωσδήποτε μια τρομερή δυναμική. Ο Αγγελόπουλος ήταν αυτό: ένας συνδυασμός τρυφερού ανθρώπου στην προσωπική επαφή και δυναμικού πάνω στο γύρισμα. Μετά το «Τοπίο στην ομίχλη», συνεργαστήκαμε ξανά στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», το 1995, και στην ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», το 1998. Υπήρξα πολύ τυχερή που βρέθηκα δίπλα σε τόσο σπουδαίους ηθοποιούς.
Πράγματι, πολύ τυχερή. Ας πιάσουμε αυτή τη στιγμή ένα άλλο θέμα, που γνωρίζεις καλά: πότε λέμε ότι όλα είναι σε τάξη ώστε το παιδικό θέατρο να συμβάλλει αποτελεσματικά στην ανάπτυξη της φαντασίας και της αντίληψης γενικότερα;
Για μένα, το πιο σημαντικό είναι το έργο. Δηλαδή, πρέπει το έργο να αφορά στα παιδιά. Και για να αφορά στα παιδιά, πρέπει να θες να το επικοινωνήσεις. Όχι μόνο με τα παιδιά, αλλά και με τους γονείς, με τους ενήλικες, γενικά. Πρέπει να είναι μια ιστορία, που θες πολύ να μοιραστείς. Η τελευταία μου εμπειρία από την παράσταση «Πιο δυνατός κι από τον σούπερμαν», που κάναμε με την «Συντεχνία του γέλιου», ήταν κάτι τέτοιο, από κάθε άποψη. Η ανταπόκριση των παιδιών ήταν πολύ άμεση. Τα παιδιά, από τη φύση τους, είναι πολύ εκδηλωτικά. Θα μιλήσουν, θα φωνάξουν, θα χειροκροτήσουν. Αν δεν τους αρέσει κάτι, θα το καταλάβεις αμέσως. Έχω παίξει και σε παράσταση, όπου τα παιδιά, από μια ώρα και μετά, δεν ενδιαφέρονταν, γιατί η παράσταση δεν τους αφορούσε.
Πώς νιώθουν τα παιδιά, όταν θίγονται σημεία που μέχρι στιγμής παρέμεναν άθικτα;
Μπορείς να κάνεις μια παράσταση, όπου το θέμα δεν είναι ευχάριστο. Μπορεί να είναι, ας πούμε, για την γεροντική άνοια. Έχω δει το «Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο» της Ειρήνης Αναγνωστοπούλου, με θέμα την γεροντική άνοια, που όμως, παρά τη στενάχωρη βάση, όλα ήταν πολύ όμορφα δοσμένα. Είχε γλυκύτητα, τρυφερότητα και πολύ πολύ χιούμορ, που κανένας δεν είπε «α, ήταν μελαγχολικό όλο αυτό». Αλλά, όμως, μιλούσε για την γεροντική άνοια και τη σχέση ενός παιδιού με έναν πολύ αγαπημένο του άνθρωπο, ο οποίος χάνει τη μνήμη του.
Τα παιδιά γνωρίζουν πράγματα που αγνοούν οι ενήλικες.
Σίγουρα. Για τον θάνατο, για την αρρώστια. Μπορεί κανείς να μιλήσει για τα πάντα. Το θέμα είναι πώς θα το φτιάξει. Αλλά και, πάνω απ’ όλα, να θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. Να θεωρεί σημαντικό να επικοινωνήσει στα παιδιά τον θάνατο, γιατί ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Υπάρχουν πολύ σημαντικά ζητήματα, που πρέπει να συζητάμε με τα παιδιά. Το στοίχημα είναι να βρεθεί ο κώδικας, που θα τα ξεκλειδώσει.
Με έχει βάλει ένα παιδί να σου πω ότι έχεις «παντοδύναμη» φωνή.
Το να ελίσσεσαι με την φωνή σου έχει να κάνει με το πόσο καλά ελέγχεις το όργανό σου. Η ανθρώπινη φωνή είναι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα. Είναι μοναδική. Το ανθρώπινο σώμα και η ανθρώπινη φωνή είναι μαγικά εργαλεία. Αν με ρωτούσε ένα παιδί πώς το κάνω αυτό, θα το ρωτούσα κι εγώ με την σειρά μου «πώς κάνεις εσύ, όταν παίζεις; Δε χρησιμοποιείς το σώμα σου με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους»; Στο κομμάτι της φωνής, υπάρχει κι ένα κομμάτι, που ένας επαγγελματίας ηθοποιός οφείλει να κατέχει.
Με ρώτησαν, τις προάλλες, αν γενικά είμαι αισιόδοξη κι άργησα (έκανα δυο λεπτά ν’ απαντήσω). Να ρωτήσω κι εγώ, με τη σειρά μου, εσένα;
Είμαι αρκετά αισιόδοξη. Ειδικά από την κρίση και μετά, νιώθω ότι μπορώ, μέσα σε αυτόν τον μεγάλο χώρο, να βρω τη δική μου φυλή – το λέω έτσι, γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι μόνος του -. Είναι πολλοί εκείνοι, που θα ήθελα να συνεργαστώ. Αυτό από μόνο του μού δίνει μεγάλη έμπνευση κι αισιοδοξία. Μετά, έχει να κάνει και με το δικό μου προσωπικό ταξίδι. Όσο μεγαλώνω, νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για τη ζωή, όπως και να είναι. Η δουλειά μου δεν θα ήθελα και δεν θέλω να με ορίζει. Νιώθω τυχερή και μόνο που υπάρχω. Αυτό που έχω κατακτήσει, τον τελευταίο καιρό, κι αυτό πάλι είναι θέμα τύχης γιατί το σώμα μας δεν το ορίζουμε 100%, είναι ότι προσπαθώ αδιάκοπα να είμαι σε κίνηση. Να γυμνάζομαι. Οπότε, όσο γυμνάζομαι, είτε έχω δουλειά είτε δεν έχω είτε είμαι σε καλή φάση είτε δεν είμαι, όσο το σώμα μου κινείται και είναι εναργές και σε καλή κατάσταση, νιώθω υγιής. Η ευχή μου είναι: να έχω το σώμα μου υγιές και δυνατό.
Στην αρχή, μου είπες «είμαι σε φάση που αρχίζει το καλοκαίρι μου» και μου άρεσε πολύ. Αλλά θέλω, στον επίλογο, να μου πεις (και) για τα επόμενα, που θα έρθουν.
Θα ξανακάνουμε παραστάσεις με την ομάδα του «Τόρνου». Θα ανεβάσουμε το «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι», από τον Οκτώβριο μέχρι τα Χριστούγεννα, στο θέατρο Olvio και μετά, το νέο μας έργο, επίσης στο Olvio. Και κάπου, μετά το Πάσχα, θα επαναλάβουμε τον «Τόρνο». Επίσης, κάθε 1 και 15 του μήνα, έχω ένα σταθερό ραντεβού με την φίλη και συνάδερφο, Ζωή Κατσάτου, στο κοινό μας Podcast, με τίτλο «Με άλλα λόγια».
Επίλογος, ποιητικός: «πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια»..;
*Φωτογραφίες: Χριστίνα Δενδρινού