Έζησα μια στιγμή, καλοκαιρινή και σπάνια, κάτω από την Ακρόπολη, στο σινέ Παρί. Όταν πήγα ως εκεί για να δω το «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, μια Δευτέρα.
Τη συγκεκριμένη ταινία την έχω δει άπειρες φορές. Έρχονται στο μυαλό μου, σε άσχετες στιγμές, ήχοι και εικόνες της.
Πάντα με βάζει σε σκέψεις.
Ο ανθρώπινος πόνος και το ατέρμονο θαύμα, το οποίο σέρνεται ως επιθυμία από καταβολής κόσμου, είναι πέρα από τα δεσμά του χρόνου, της «τάξης», του τόπου και της όποιας ευδαιμονίας. Μια διαχρονική στιγμή σύσσωμης αδυναμίας, μπροστά στη θνητότητα και το τελεσίδικο, όπου πλούσιοι και φτωχοί, με φόντο την Ελλάδα του ‘ 50, δείχνουν τις πληγές τους χωρίς συστολή, συνέλαβε ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, παραδίδοντάς την στην αιωνιότητα, μέσα από τον νεορεαλιστικό φακό του.
Η εγγύτητα με την πιθανότητα του θαύματος, στα μέσα κάθε Αυγούστου. Η εσωτερική κραυγή, σπαρακτική ακόμη και στο φως του ορθού λόγου και της απιστίας. Στο «Τελευταίο ψέμα», στην ταινία που συνέγραψε και σκηνοθέτησε ο Κακογιάννης με την συνδρομή τεράτων, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γουόλτερ Λασάλι και μια πλειάδα ταλαντούχων ηθοποιών με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη τα σχεδόν πέντε λεπτά του φινάλε, όπως εκτυλίσσονται στην εορτάζουσα Τήνο, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου, είναι η πιο ευφυής, ουσιαστική και βαθιά αποτύπωση της λύτρωσης από το βαρύ φορτίο κυρίως της ύλης. Όπου κι αν πιστεύει ο καθένας, ένα αποζητεί: το θαύμα. Την θετική έκβαση μετά από μια κοπιαστική πορεία πάνω σε απώλειες και φθορές. Το θαύμα, το ωραία, ας πούμε, φωτισμένο κάδρο (όπως ήταν όλα τα κάδρα του Κακογιάννη) στην ζωή. Γιατί το θαύμα δεν έχει πιθανότητες να εκπέσει ή να χρεοκοπήσει. Είναι ο λογικός τερματισμός, ο κοινός στόχος, που περιέχει τις υπερβάσεις και τα ύψη των πολλών.
Η Έλλη Λαμπέτη, ουτοπική και πλούσια, εύθραυστο κρύσταλλο μιας κακότροπης Ελλάδας με επίπλαστες ανάγκες. Μια υδάτινη, ασπρόμαυρη φιγούρα, που φτάνει στην Τήνο αποφασισμένη να περπατήσει δίπλα σε τραυματισμένους, λειψούς και αθώους. Ανάμεσα σε παιδιά και γυναίκες με μαύρα μαντίλια. Κάτω από τον καύσωνα του καλοκαιριού και των ικετευτικών λαμπάδων. Δεν έχει σημασία αν περιμένει να πληρωθεί η ευλάβειά της. Σημασία έχει ότι καταθέτει μια πλήρη κραυγή για βοήθεια. Σημασία έχει το κρατάει στην αγκαλιά της ένα παιδί –πράξη ιερή- κατακερματίζοντας το «εγώ» της. Το παιδί από περιστασιακά αφασικό, μέσα σε λίγα λεπτά, βρίσκει και πάλι την φωνή του. Θαύμα;
Ο Μιχάλης Κακογιάννης αναζητούσε μανιωδώς και την τελευταία λεπτομέρεια. Αρκούσε αυτή η λεπτομέρεια να έμοιαζε με ό,τι συνελάμβανε η περιφερειακή όραση του καθένα μέσα στον καταιγισμό της καθημερινότητας. Στο «Τελευταίο ψέμα», κεντάται η ισχύς της ελπίδας. Μια ελπίδα που γεννιέται και συντηρείται στα σωθικά του ανθρώπου.
Και όλα αυτά συνυπάρχουν στο μυαλό μου, χρόνια τώρα, και κάπως έτσι παρατήρησα βαθιά την Τήνο, το ωραίο απροσδόκητο, το ταλέντο, την αξιοπρέπεια, τους παιδεμένους έρωτες, αλλά και τη διαφυγή, αυτή, που χωράει μέσα της όλους τους αέρηδες κι έναν ορίζοντα που ενώνεται με την άκρη του ουρανού. Την Έλλη Λαμπέτη, -πώς συμμετέχουν τα χέρια της σε κάθε θρήνο, σαν αυτόνομα σώματα-!
Τίτλοι τέλους και ήσυχη νύχτα. Ακούγονται σχόλια για το διαπεραστικό πρόσωπο της Λαμπέτη, σαφείς παραλλαγές των επιφωνημάτων του Γουόλτερ Λασάλι, του διευθυντή φωτογραφίας στην συγκεκριμένη ταινία, που κάθε φορά που την έβλεπε, αναφωνούσε “Oh My God”.
*Greek Classics: Στη δεκαετία του ‘50, παράλληλα με την ανασυγκρότησή της σε όλους τους τομείς, η Ελλάδα ξεκίνησε να παράγει κινηματογράφο που έφερνε μαζικά το κοινό στις αίθουσες όλης της χώρας, αλλά κυρίως δημιουργούσε για πρώτη φορά εξωστρέφεια που έβαζε την χώρα στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Μέσα σε λίγα χρόνια, το σινεμά γέννησε νέους θρύλους, αλλά είδε και σκηνοθέτες του να ταξιδεύουν σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως αυτά της Βενετίας και των Καννών, ενώ ακολούθησαν και επισκέψεις αμερικανικών στούντιο που είδαν την Αθήνα και τον Πειραιά ως κινηματογραφικό τοπίο.
Ο Νίκος Κούνδουρος, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Ζιλ Ντασέν βρίσκονται πίσω από την κάμερα, και η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη, ο Γιώργος Φούντας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστούν σε ιστορίες γύρω από την Πλάκα, το κέντρο της Αθήνας, το Δουργούτι και τον Πειραιά, που έκαναν το γύρο του κινηματογραφικού κόσμου.