Η εφηβεία μου είχε πολύ Γιάννη. Εκτύπωνα τους στίχους του, σημείωνα τους αγαπημένους μου, έκανα δικούς μου συνδυασμούς δανειζόμενη τα επίθετα, που μου άρεσαν πιο πολύ. Κι έτσι άρχισα να τον ακολουθώ και μου έμαθε συγγραφείς, καινούριες λέξεις, μουσικές που δεν ήξερα ότι μου αρέσουν.
Και μεγάλωσα και συνέχισα να τον θέλω κοντά μου. Πήγα στο live που θα θυμάμαι για πάντα κι ας ήμουν καθιστή κι ακίνητη. Πήγα και στο Ηρώδειο, πέρυσι, να απολαύσω τη μουσική του, όσο πιο σωστά γίνεται και θυμήθηκα ότι έκλαψα την πρώτη φορά που άκουσα τη «Γιορτή», σε μια ηλικία που είχε μεγαλύτερη σημασία να φαίνομαι ατρόμητη από το να νιώθω. Πήγα και στην «Στέγη» να δω μια σκοτεινή αφήγηση της Ραψωδίας λ της Οδύσσειας και είμαι σίγουρη πως πήγα μέχρι τον Άδη και γύρισα και τρόμαξα και ανατρίχιασα και διάβασα καλύτερα τους στίχους. Πήγα και σε μια παρουσίαση βιβλίου για να ευχηθώ από μέσα μου να μιλάω σα να είμαι λογική, αλλά καλλιτέχνιδα ταυτόχρονα.
Ο Γιάννης Αγγελάκας νιώθω πως είναι από εκείνους τους ανθρώπους που ξέρουν τι να πουν. Που ξέρουν να βάλουν τις σωστές λέξεις στη σωστή σειρά και να τις προφέρουν με τον σωστό τόνο. Που το στόμα τους κάνει μόνο σωστές κινήσεις, που τα φωνήεντα που χρησιμοποιούν έχουν την πιο σωστή φωνή. Που ό,τι και να πουν θα σημαίνει κάτι για τουλάχιστον ένα άτομο, που στέκεται και είναι μακριά τους.
Προχθές, τον είδα στο Λυκαβηττό, σε έναν αγώνα στο μυαλό μου να τον βλέπω σε όσο περισσότερα μέρη μπορώ. Πρώτη φορά, τον είδα από τόσο μακριά, αλλά πρώτη φορά είδα τι κάνει στον καθένα μας ξεχωριστά. Δεν είναι μόνο η νοσταλγία της γενιάς μου για τις «Τρύπες». Είναι ότι σε κάθε συναυλία, σε κάθε καινούριο τραγούδι, βιβλίο, συνέντευξη, μας δίνει το χέρι του και του δίνουμε το δικό μας και τον ακολουθούμε και νιώθουμε καλά, όχι καλύτερα, καλά.
Σε ένα τραγούδι του λέει πως σε όποιον ξέρει να κοιτάει, φαίνονται όλα μαγικά. Είμαι σίγουρη πως ο ίδιος ξέρει. Γι’ αυτό είναι και πάντα παρών και κοντά. Γι’ αυτό και θα μας κάνει πάντα να νιώθουμε καλά και όχι μόνοι.