Οι πίτες, στα χωριά της Ηπείρου, είναι ό,τι το ψάρεμα για τους θαλασσινούς. Άπειρες οι συνταγές κι αν κρατήσει κανείς σημειώσεις απευθείας από τις θρυλικές γιαγιάδες, οι παρενθέσεις θα πέφτουν βροχή («η πεθερά μου την κροθόπιτα την έφτιαχνε για βασιλόπιτα»).
Πολλά τα είδη, πολλές οι περιστάσεις. Πίτες στο καθημερινό τραπέζι, πίτες για τις Κυριακές, πίτες σε γιορτές και αργίες, πίτες για να πάρουν μαζί τους όσοι φεύγουν ταξίδι, πίτες με ό,τι υπάρχει στο ψυγείο, πίτες με ό,τι κατεβάζει το μυαλό, πίτες με τυρί, με φύλλο, χωρίς φύλλο, πίτες στο άστραμμα, πίτες χρονοβόρες, πίτες με παράξενα ονόματα. Αλλά και οι πίτες της 88χρονης κυρίαςΑλεξάνδρας, από την Μηλιά Θεσπρωτίας, που ανοίγει φύλλο και ζητάει από τα εγγόνια της να την «ανεβάσουν» στο instagram γιατί, «πιδιά ‘μ, όσο πιο πολύ αφήσετε τ’ αλεύρ’ να ρουφήξ’ το λάδ’, τόσο πιο τραγανό θα βγει του φύλλο».
Το φαγητό είναι απόλαυση. Το φαγητό είναι και σημειολογία. Πώς θα σερβιριστεί, πώς η αγάπη θα το νοστιμεύει πάντα, πόσο μεράκι χωράει στους ταβάδες και τα σαγάνια; Τα συγκεκριμένα πιάτα και η στιγμή που θα υψωθούν ποτήρια με κρασί και παλαιωμένο τσίπουρο για ευχές και καλή τύχη. Στα χωριά της Ηπείρου, το απέριττο είναι το πλέον αρχοντικό. Η χαραγμένη πίτα, όπως είναι στο στρογγυλό ταψί, είναι μια εικόνα που καταδείχνει πολλά παραπάνω από το προφανές.
Όταν η υπέργηρη Ηπειρώτισσα Αλεξάνδρα ή Αλέξω ρωτήθηκε για την πρώτη ύλη που χαρακτηρίζει, χρόνια τώρα, την λακωνική κουζίνα της, δεν είπε τίποτε λιγότερο από το αυτονόητο: «Μαζί με τα ωραία, που μού προσφέρει ο κήπος μου και τα χωράφια, αλλά και τα ζωντανά μου, βάζω και τον νου μου να δουλεύει. Η Μπλατσαριά, η πίτα με τα δύο στρώματα χυλό, άρεσε στον άντρα μου, γιατί πάντα την έφτιαχνα, όταν ερχόμασταν από γυρνοβόλι στο βουνό, όπου μάζευα άγρια χόρτα. Η Κασιόπιτα, αυτή η πίτα με αλεύρι, αλλά χωρίς φύλλο που γίνεται αμέσως, αρέσει πολύ στα εγγόνια μου. Όταν ήταν μικρά, κάθονταν ακούνητα, μπροστά στον φούρνο με τα ξύλα μέχρι να γίνει η πίτα. Στην Ήπειρο, το αγαπάμε πολύ το φαγητό. Μην κοιτάς που εγώ είμαι ζαβρακιάσμενη. Τρώω λίγο. Και γρήγορα να το ετοιμάσουμε, το κάνουμε πάντα με τέτοια αγάπη, που στο τέλος είναι για βραβείο. Κι επειδή εδώ που είμαι εγώ, ενενήντα χρόνια, όλο ψύχρα κάνει, ο περισσότερος χρόνος μας βρίσκει μέσα στα σπίτια, στην κουζίνα. Και ο σύζυγος χρυσοχέρης. Καλά να είναι εκεί που είναι».
Φτιάξτε, λοιπόν, το σκηνικό στο μυαλό σας. Η Μηλιά βρίσκεται στο βορειότερο άκρο του νομού Θεσπρωτίας, νότια των Ορέων Τσαμαντά (Μουργκάνα), λίγο δυτικότερα από το Κεφαλοχώρι. Οι κάτοικοι του χωριού είναι δεν είναι είκοσι όλοι κι όλοι. Η Αλέξω έχει δικό της κώδικα επικοινωνίας με τα πρόβατα, ένα αλλιώτικο είδος που δοκιμάζει (ακόμη) και τις μακαρονόπιτές της. Η Αλέξω εκφέρει με ιδιαίτερο τρόπο το «αχ» και το «πουλ, πουλ», στις κότες της. Έχει δυνατά χέρια, ακόμη. Οι πλάστες να είναι καλά.
Κι επίσης, στην Ήπειρο, πάντα από κάπου, έστω και νοερά, ακούγεται ένα σιωπηλό κλαρίνο. Ή κάποιος χρόνιος, ανθρώπινος λυγμός. Ιδέα μου είναι;
*Φωτογραφίες: travelstyle.gr /myrtalycongress.gr