Έχω μια γιαγιά που είναι από ένα χωριό που δεν ξαναπήγε ποτέ. Από ένα χωριό με λάθος όνομα, λάθος τύχη και τις πιο λάθος αναμνήσεις. Αυτή η γιαγιά, πέρασε πάνω κι από ολόκληρη τη ζωή της για να αποδείξει το “σαν άντρας”, την αόρατη απαίτηση της κοινωνίας. Αυτή η γιαγιά, που μισό σύνθημα δεν έχει φωνάξει, ξύπνησε μια μέρα για να μου πει ότι οι ζωές μας έχουν μία αρχή, μία μέση κι ένα τέλος που άλλοι, πιο άντρες από εμάς τους άντρες-παρομοίωση, μας έχουν επιβάλλει. Αλλά οι γυναίκες-κυριολεξία διαλέγουν τις τριπλάσιες αρχές, τις χιλιάδες μέσες και τα άπειρα τέλη και ξυπνάνε κάθε μέρα για να συνειδητοποιούν τη δική τους επιλογή. Η γιαγιά πήγε μια φορά διακοπές στην Αθήνα και τα πιο ευδιάκριτα σύνορα δεν τα διέσχισε ποτέ. Έζησε κρίσεις ιστορικά αποδεδειγμένες, γραμμένες σε βιβλία που διδάσκω και θα διδάσκω σε παιδιά γεννημένα τον 21ο αιώνα. Η γιαγιά αυτή δεν ξέρω αν είπε ποτέ σ’ αγαπώ, αν την άκουσε ποτέ κανείς να βάζει σε σωστή σειρά αυτά τα γράμματα. Ξέρει να γράφει μόνο το όνομά της με γράμματα που φωνάζουν και είναι στο σύνολό τους εννέα. Την έχω δει να αγαπάει ένα σκυλί και κάτι δέντρα, την περηφάνια της. Την βλέπω ακόμα να δίνει διαταγές , στις οποίες κάποτε υπάκουγε γιατί δεν ήξερε ότι μπορεί να κάνει αλλιώς.
Έχω μια γιαγιά που αποφάσισε από νωρίς να μείνει στο σωστό χωριό, σ’ εκείνο δίπλα στη θάλασσα και σ’ ένα σπίτι που θες μια κατηφόρα μόνο για να φτάσεις στη βρύση, που ο χρόνος σταματάει για τόσο όσο σου παίρνει να πιεις μια γουλιά από το νερό της. Η γιαγιά πίνει ακόμα μπύρες – και καμιά γουλιά κρασί – για το καλό των νιάτων (της), άλλωστε απλό κριθάρι είναι, πάει με τη στιγμή και τον ήλιο που έχει έξω.
Η γιαγιά είναι πάντα όρθια αλλά όλο και πιο αργή. Είναι πάντα ανεξάρτητη, αλλά και δέκτρια μιας ώρας βοήθειας την ημέρα. Της αρέσει που γελάω συχνά και της αρέσει πιο πολύ να μου θυμίζει πως αν δε γελάμε χάνουμε τον δρόμο μας. Κοιμάται για δύο ανθρώπους και ξυπνάει για μισό. Τα μαλλιά της είναι κάτασπρα τώρα, που μετράει εννιά δεκαετίες ζωής και είναι τώρα έτσι χρωματισμένα, γιατί ζούσε μόνο για να αρνείται την κούρασή της. Αλλά όσο όρθια και να είναι, όσο ανεξάρτητη και ξύπνια, όσο εκούσια ξεκούραστη, τα λεπτά την προλαβαίνουν και ευτυχώς η απόστασή μας είναι τόση όση χρειάζομαι για να διασχίσω μια αθηναϊκή οδό με πολλά λάμδα και βήτα. Και είμαι κοντά μακριά της.
Έχω μια γιαγιά, που μοιάζει με όλες τις γιαγιάδες του κόσμου που αναγκάστηκαν να ζήσουν μέχρι την κόκκινη γραμμή που τους επιβλήθηκε από τη γέννησή τους. Έζησαν όμως ελεύθερες παραπάνω κι από εκείνους τους ελεύθερους κι η περηφάνια τους είναι μόνιμος κάτοικος καρδιάς.