Την Αίγινα την αγαπώ χρόνια πριν πατήσω το πόδι μου στο χώμα της. Διάβαζα κι εγώ τις ιστορίες της Ζωρζ Σαρή, εκείνες τις ιστορίες με τους ήρωες που παίζουν σε μια απέραντη φύση, μοναδική για θαρραλέους εξερευνητές. Η συγγραφέας ξεκαλοκαίριαζε ως παιδί στο νησί. Το λάτρευε. Μού μετέδωσε τη λατρεία.
Την πρώτη φορά που πήγα, ένιωσα άλλος άνθρωπος μπροστά σε ένα καφάσι ντομάτες. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μετά άλλη μία. Μέσα σε λίγη ώρα, τα σέπια κτίρια, τα πουλιά με το υγρό νέφος στα ράμφη τους, οι νευρικοί οδηγοί , ολόκληρη η φαγωμένη πραγματικότητας της Δευτέρας, όλα έγιναν θάλασσα, έγιναν φωνούλες για τον μαΐστρο και το καΐκι του Χαλδαίου, έγιναν η φιλικότητα των ασημογλάρων και η μυρωδιά ενός φαγητού που είναι έτοιμο στις δέκα το πρωί.
Αμ, η γνώση που απέκτησα μέσα σε λίγα λεπτά; Για την τρούφα φυστικιού, για τους σπαρταριστούς γαύρους του Σκοτάδη, για τη γαλήνη στο Λιβάδι, για τα κεραμικά του Γκαρή, για τις γαλατόπιτες στο Σφεντούρι , για τη Μονή, που «τώρα, που ήρθες είναι ό,τι πρέπει».
Κολλάω με τον Σκοτάδη: αυτό το ουζερί, που, όπως πολύ σωστά όλοι λένε, είναι για Μισελέν. Ξεκίνησε ως καφενεδάκι το 1945, στο πλευρό κυρίως των ψαράδων. Σήμερα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του νησιού. Ένα ταυτοτικό, πολύτιμο κομμάτι.
Μοιάζει ακατέργαστη η Αίγινα και μου αρέσει. Μου αρέσει που την πονάνε όσοι δεν την εγκατέλειψαν. Μ’ αρέσει που δεν ακυρώνεται ο άνθρωπος, εκείνος που ισορροπεί στο δωρικό και το γνήσιο, ό,τι εμπεριέχει η πανάρχαια ταυτότητα του νησιού.
Τη δεύτερη φορά, μόλις είχα γνωρίσει την Άννα Λόντου, προγονή του Γιώργου Σεφέρη, στην Άγρας, στο Παγκράτι. Ένα βαζάκι γεμάτο διάφανες πέτρες, μαζεμένες από την ίδια το 1937, σε κάποια παραλία της Αίγινας. Πάλι μπερδεύονται με το αίμα μου οι ιστορίες. Μετά, το Ελλάνιο Όρος με τον ποιητή και τη Μαρώ να ακολουθούν το πεπρωμένο τους. Ολόκληρη η Αίγινα στις λέξεις αυτής της παιδικής ηλικιωμένης. Φεύγω την επόμενη για το νησί, πάμε στο Όρος, πρώτη φορά χάνομαι στον πιο αργό ρυθμό δύσης. Τρώμε παγωτό, μένουμε σε ένα υπέροχο σπίτι με κληματαριά. Δε θέλω να ξαναμπώ σε μετρό.
Την Τρίτη φορά, ήμουν ήδη ντόπια. Μπάνιο στις Πόρτες, φαγητό στην Σοφία. «Οι κατσούλες, παιδιά, είναι ευλογημένο ψάρι». Δεν ξέρω ακόμη τι γίνεται και όση αγάπη εκλύω άλλη τόση μού χαρίζεται. Γίνομαι διάφανη σαν τον ουρανό και απαλή σαν τον αργοκίνητο χρόνο.
Η Αίγινα, όπως και κάθε τόπος που αφήνεται κανείς να νιώσει στις φλέβες του, είναι σφυγμός. Είναι κομμάτι που κουβαλιέται και αναδύεται, όταν η μνήμη αρκεί για να μηδενίσει την κοινοτοπία και την ταχύτητα.
Η ίαση μπροστά στις φρέσκιες ντομάτες, στο άσπρο εκκλησάκι του Άη Νικόλα, μπροστά στην παρέα στο Αιάκειον, που γελάει. Με φωτογραφίζω ενώ φυσάει. Η ευκρινής εικόνα δείχνει ξεραμένο αλάτι στα βλέφαρα, όπως όταν ήμουν μικρή. Πιάνω τον εαυτό μου να λέει ιστορίες. Να χωράει την Αίγινα σε ιστορίες. Ξεχωρίζω τους αέρηδες. Τους λέω με το όνομά τους. Είναι η σειρά μου να μεταδώσω την αγάπη. Πείθω. Έτσι μου λένε.