Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως στο πρώτο μπαρ που θα σπρώξω την πόρτα θα συναντήσω άντρες με καουμπόικα καπέλα. Θα είναι παρατεταμένοι στη μία πλευρά του μπαρ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι μαζί ή ότι έχουν ανάγκη να μοιραστούν σύμφωνα, φωνήεντα και κεράσματα τσιγάρων. Θα μοιράζονται στην πραγματικότητα τη μόνη επιλογή που θα έχουν Πέμπτη, δέκα η ώρα το βράδυ: τις ποτισμένες με αλκοόλ ψυχές τους. Θα έχουν μπροστά τους δυο-τρία χαμηλά ποτήρια να τους θυμίζουν σε ποιο ποτό θα πνιγούν μετά την (μεταμορφωμένη σε) τελευταία γουλιά. Θα έχουν όλοι κάπου πάνω τους μια ουλή ταλαιπωρίας και χάρη σε αυτή θα έχουν κατακτήσει επάξια τη θέση τους σε αυτή τη μεριά του μπαρ.
Θα με κοιτάξουν μόλις μπω για να σιγουρευτούν ότι ήδη θα λούζομαι τον καπνό τους. Και θα βάλουν τα δυνατά τους να προσποιηθούν πως με γνωρίζουν όλη την μπαρόβια ζωή τους, θα μου κάνουν αυτή την πρώτη χάρη μπας και αποφύγω τα «Με συγχωρείτε που εισβάλω έτσι, θα συμβαίνει πιο συχνά από δω και πέρα». Και θα μου θυμίζουν σε κάθε σήκωμα ποτηριού πως την ταλαιπωρία δεν τη διάλεξαν, πως σχεδόν τίποτα δεν επέλεξαν ως τώρα για τους εαυτούς τους και πως η μόνη τους παρηγοριά γι’ αυτές τις βαφτισμένες αποτυχίες, είναι αυτό εδώ το σκαμπό, δίπλα σε ένα άλλο σκαμπό, μπροστά από μια μπάρα και μέσα σε ένα επαρχιακό μπαρ-γιατί έχει όλη τη σημασία του κόσμου να είναι θαμώνες επαρχιακού μπαρ.
Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως στο πρώτο μπαρ που θα σπρώξω την πόρτα θα συναντήσω γυναίκες με καουμπόικες μπότες. Θα είναι παρατεταμένες από την άλλη πλευρά του μπαρ, όλες μαζί, έχοντας την ανάγκη να μοιραστούν κυρίως απελπισμένα σύμφωνα, τσιγάρα και σημάδια από κραγιόν. Θα μοιράζονται κι αυτές με τη σειρά τους το μόνο κοινό που έχουν με την άλλη μεριά της μπάρας: τις ποτισμένες με αλκοόλ ψυχές τους. Θα έχουν μπροστά τους ένα ποτήρι μισοάδειο και μισογεμάτο γιατί γι’ αυτές η νύχτα τελειώνει πιο νωρίς, ακόμα και η ασφάλεια έχει ωράρια. Θα έχουν κάπου πάνω τους πολλές ουλές ταλαιπωρίας, έμφυλα σημάδια που εξαιτίας τους η θέση σ’ αυτή τη μεριά του μπαρ θα είναι για πάντα δανεική.
Θα με κοιτάξουν μόλις μπω για να σιγουρευτούν ότι ήδη έχω διαλέξει να κάτσω κοντά τους. Και θα βάλουν τα δυνατά τους να προσποιηθούν ότι είναι η πρώτη φορά που με βλέπουν σε όλη την μπαρόβια ζωή τους, θα μου κάνουν αυτή την πρώτη χάρη μπας και μοιραστώ μαζί τους τα «Με συγχωρείτε που δεν ήρθα νωρίτερα να ανταλλάξουμε γυναικεία ματαιότητα με γυναικεία ματαιότητα, θα ήθελα να συμβαίνει λιγότερο συχνά από δω και πέρα». Και θα μου θυμίζουν σε κάθε σήκωμα ποτηριού πως τις ταλαιπωρίες δεν τις διάλεξαν, πως σχεδόν τίποτα δεν επέλεξαν ως τώρα για τις εαυτές τους και πως η μόνη τους παρηγοριά γι’ αυτές τις προαπαιτούμενες για το φύλο τους αποτυχίες, είναι αυτό εδώ το δανεικό σκαμπό, δίπλα σε ένα άλλο δανεικό σκαμπό, μπροστά από μια μπάρα με απαγορευμένα ποτά και μέσα σε ένα οποιοδήποτε μπαρ, δίπλα όμως σε μία ακόμα σαν κι εμάς-γιατί έχει όλη τη σημασία του κόσμου να είμαστε δίπλα «εμείς».
Άργησα πολύ να σπρώξω την πόρτα σε ένα τέτοιο μπαρ και δυστυχώς, όταν τελικά την έσπρωξα βρήκα μόνο άντρες με καουμπόικα καπέλα.