Όταν διαβάζω κείμενα του Άγγελου Ρέντουλα ενεργοποιείται, με έναν τρόπο, η διαφραγματική μου αναπνοή, πώς να το πω, ηρεμώ. Όπως, όταν συγκινούμαι με το ελάχιστο της ποίησης, αθροίζοντας μέσα μου το σύμπαν (ναι, το καταφέρνω). Η περιγραφή, η μετάδοση της βαθιάς εμπειρίας, η καδραρισμένη στιγμή, που τα έχει όλα κι έναν μικρό θεό στις λεπτομέρειες.
Κάθε τόσο, ο Ρέντουλας σταματάει για να προσθέσει ένα μοναχικό ρήμα, γεμάτο νιώσιμο. Έτσι, δίπλα στις αξιαγάπητες τηγανιτές πατάτες υπάρχει, σχεδόν πάντα, το «λυγίζω». Ή αλλού, μια παρομοίωση «σαν φτεράκι σπουργιτιού το τηγάνι της κυρίας Σωτηρίας» ή ένα απρόσμενο επίθετο, κι έτσι «μαστιχωτό» το μπιφτέκι και «μελάτοι» οι πατατοκεφτέδες.
Μου αρέσουν οι ιστορίες από ανθρώπους, που τούς ορίζει η απλότητα. Που γυρίζουν τις γειτονιές του κόσμου για μια στιγμή ενότητας, για να κρατήσει η μνήμη και το πιο αχνό μεράκι. Διαβάζω για τον Πειραιά (τόπος του), που δεν ξέρω, για την Ύδρα (δεύτερος τόπος του), που έχω δει αμυδρά. Μαθαίνω τις γωνιές και τα θρυλικά πρόσωπα. Ονόματα μικρά, μόνο. Δοκιμάζω παινεμένα πιάτα, ακολουθώντας τις προτροπές. Μοσχάρι με αγκινάρες: πρώτη, δεύτερη μπουκιά. Να, ένα φαγητό καλοσύνης.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, θυμάμαι. Θέλησα να φτιάξω πασχαλινά κουλούρια, να τα προσφέρω στη γιαγιά μου. Της αρέσουν οι γεύσεις. Διαβάζω (κλασικά) Άγγελο Ρέντουλα και για τα σμυρναίικα κουλούρια της Μαιρούλας. Ένα, δύο, τρία τα βήματα. Τόσα τα υλικά. Δεν ξέρω τι από όλα συνέβαλε στην επιτυχία. Η ιστορία, που η Μαιρούλα ανακάτευε και ζύμωνε με υπομονή (της μιλούσαν οι γειτόνισσες, αυτή μόνο χαμογελούσε), η απλή διαδικασία, το ότι όλο αυτό προοριζόταν για τη γιαγιά μου; Συνδυασμός, σίγουρα.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Πάλι στο χωριό. Φτιάχνω γαλακτομπούρεκο, ανατρέχοντας στις σημειώσεις του Γαστρονόμου. Η γιαγιά, αποδέκτης της προσπάθειας. Δεύτερη επιτυχία κι ύστερα η διευκρίνιση «το γαλακτομπούρεκο, ξέρετε, τρώγεται ζεστό, είναι γλυκό της ώρας».
Ο Άγγελος Ρέντουλας είναι ο πιο τρυφερός παρατηρητής που ξέρω. Αυτός που, κρατώντας από το χέρι τη μικρή του κόρη, διασχίζει τις ταυτόχρονες εκδοχές μιας πόλης με ρωγμές φωτός, με σκέτες ρωγμές, με απώλειες και σκληρές παραδοχές, με σημάδια ελευθερίας, με γκρίζο, κι άλλο γκρίζο. Αλλά κι ελπίδα.
Ξετρυπώνει σημεία κι ανθρώπους, τους περιβάλλει με έγνοια, τους ακούει, γράφει γι’ αυτούς. Θυμώνει με την αδικία. Το λέει, το λέει δυνατά. Το ξεχωριστό του κείμενο, ακόμη κι αν διατρέχει ένα ακρογιάλι στην Επίδαυρο, έχει πάντα χώρο για ό,τι συμβαίνει πολύ κοντά μας ή ό,τι συμβαίνει κάπου μακριά. Και δεν πρέπει με τίποτα να αγνοηθεί.
Γράφει κάπου, αναφερόμενος στην ταβέρνα του Οικονόμου, στα Πετράλωνα, «και το φαγητό ήσυχο κι αυτό, απροσποίητο, η ελληνική μαγειρική ξεγυμνωμένη, απλή, παρηγορητική». Και ήταν τότε που σκέφτηκα ότι αυτός ο άνθρωπος μοιράζει αγάπη. Πρωτίστως. Αυτό είναι. Και μετά είναι όλα τα άλλα.
*Ο Άγγελος Ρέντουλας είναι αρχισυντάκτης του Γαστρονόμου και των γαστρονομικών εκδόσεων της Καθημερινής.