Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα στο παραδοσιακό καρναβάλι ενός μικρού χωριού της επαρχίας. Έβλεπα γύρω μου άτομα ντυμένα με προβιές και κρεμασμένα κουδούνια στη μέση τους. Τα πρόσωπά τους ήταν βαμμένα με μαύρο χρώμα και στα κεφάλια τους, φορούσαν στεφάνια από φύλλα. Στη μέση της πλατείας του χωριού, είχε ανάψει μια τεράστια φωτιά κι όλος κόσμος (μασκαρεμένος και μη) χόρευε γύρω της κάτω από παραδοσιακούς ήχους.

Βρισκόμουν ανάμεσα σε αγαπημένα – παλιά και νέα – πρόσωπα και μοιραζόμουν όλη τη χαρά που αναδυόταν στην ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή, ακολουθώντας την τάση που έχω να αποτραβιέμαι νοερά από τον κόσμο και να σκέφτομαι κάτι ακατάληπτο, αναρωτήθηκα: «τι γιορτάζουμε τώρα; Πώς δημιουργήθηκε αυτό το αλλοπρόσαλλο setup και γιατί αναβιώνει μέχρι σήμερα; Αν μας παρακολουθούσε ένα πλάσμα με νοημοσύνη από τον πλανήτη Χαουμέια, τι συμπέρασμα θα έβγαζε για τη ζωή στη γη;».

Αν έλεγα αυτές τις σκέψεις δυνατά, οι διπλανοί μου σίγουρα θα μου φώναζαν: «σκάσε, αγόρι μου, αφού περνάς καλά!». Έχετε δίκιο. Καλό θα ήταν να το επιτρέψω στον εαυτό μου. Δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες. Έτσι κι αλλιώς, τις περισσότερες φορές, δεν παίρνω απαντήσεις. Οι σκέψεις, φέρνουν κι άλλες σκέψεις and soon… Ίσως τελικά να μη χρειάζεται να βρίσκω πάντα ένα νόημα σε ό,τι κάνω. Ίσως η ίδια η πράξη της συνύπαρξης να είναι αρκετή.

Αυτό που καταλαβαίνω, πάντως, είναι ότι όσο και να έχει αλλάξει ο κόσμος, η ζωή – λίγο πολύ – ακολουθεί την ίδια ελλειπτική τροχιά. Δεν είναι καμιά βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη, περνάμε τακτικά από τα ίδια σημεία και ίσως κάποιες φορές, να μην το καταλαβαίνουμε κιόλας. Οι εναλλαγές έρχονται με νομοτελειακό τρόπο, χωρίς να «κοιτάζουν» τη χαρά ή τη μελαγχολία μας. Αυτό το καμπανάκι μού χτυπάει κάθε χρόνο η άνοιξη και σχεδόν κάθε χρόνο, με βρίσκει «απροετοίμαστο, ανόρεχτο και αδιάφορο», όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος.

Εν μέσω «ιστορικών» παγκόσμιων μεταβολών, διεθνούς και εγχώριου παραλογισμού, ανοίγω την πόρτα, βγαίνω στο δρόμο και μυρίζω κάτι διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα γνώριμο. Είναι αυτό που φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να το πιω μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Είναι αυτό που «σπάει» τον πάγο στις αρθρώσεις μου και κάνει την κίνησή μου πιο ανάλαφρη. Είναι ο Ρίλκε στα ακουστικά μου που λέει ότι «η άνοιξη ήρθε και η γη μοιάζει μ’ ένα παιδί που ξέρει να λέει ποιήματα».

Έτσι καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να χαρώ και να γιορτάσω. Φτάνει μόνο να έχω τα μάτια ανοιχτά για να δω τα «σημαιάκια», που έστησαν οι προηγούμενοι, τα ίχνη που άφησαν πάνω στον χρόνο, ως υπενθύμιση ότι δεν είμαι μόνος μου εδώ. Να σταματήσω εκεί, να πάρω μια ανάσα και να μαζευτούμε. Όλα μας τα μαζέματα, είτε είμαστε πέντε άτομα γύρω από ένα τραπέζι είτε εκατό κάτω από μια σκηνή, είτε ένα εκατομμύριο στις πλατείες, έχουν να κάνουν με το «φως» και την αναζήτησή του. Το «φως», που έτσι κι αλλιώς, πάντα επιστρέφει. Από τη μικρότερη ως τη μεγαλύτερη μέρα. Από τον χειμώνα ως την άνοιξη. Από το σκοτάδι ως την αυγή.

[mc4wp_form id="278"]