
Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 13 Φεβρουαρίου, όπως ανακηρύχθηκε από τα κράτη μέλη της UNESCO το 2011, και εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2013 ως Διεθνής Ημέρα. Αποφασίστηκε η ημερομηνία αυτή κατά την οποία το 1946 πρωτολειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ.
Σκοπός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου είναι ο εορτασμός του ραδιοφώνου ως Μέσου Μαζικής Επικοινωνίας, η βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών οργανισμών και η ενθάρρυνση των μεγάλων διεθνών δικτύων, όσο και των τοπικών ραδιοφώνων, να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.
Πριν μια δεκαετία, με αφορμή την έκδοση ενός πολύ σημαντικού τόμου για την ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας («Ω, Άγιε Αιθέρα», εκδ. Polaris), είχα την τύχη να μιλήσω με μυθικές μορφές του ραδιοφώνου, να συναντήσω ανθρώπους, που η φωνή τους εκτός από οικεία, εσωκλείει και μια πρωτόγνωρη έγνοια για τον ακροατή. Ένας από αυτούς ήταν ο Πάνος Χρυσοστόμου, συγγραφέας, παραγωγός, αλλά και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με ειδίκευση στην μουσική και τον κινηματογράφο. Παραθέτω ένα απόσπασμα της συνομιλίας μας. (Σεπτέμβριος 2015).
«Στο δημόσιο ραδιόφωνο, μπήκα τη δεκαετία του ’90. Στις αρχές της δεκαετίας, έκανα κάποιες περιστασιακές εκπομπές, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά στις 15 κάποιες συμμετοχές. Ουσιαστικά με μια ένταξη σε μια καθημερινή ζώνη και μάλιστα σε μια ιστορική ετικέτα εκπομπών, όπως ήταν οι ζωντανές ηχογραφήσεις, μπαίνω το 1996. Αυτή είναι ουσιαστικά η πρώτη συνεχόμενη παρουσία μου και με διάρκεια. Το μπαμ της ιδιωτικής ραδιοφωνίας έγινε το 1987 με τον 9.84. Αυτό με βρήκε στο στρατό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι εκεί. Μόλις τελείωσα από τον στρατό, το 1988, μπήκα αμέσως σε διάφορους δημοτικούς, διαδημοτικούς και ιδιωτικούς σταθμούς. Αμοιβόμενος πια. Έχοντας μια σειρά από τίτλους εκπομπών, έναν από αυτούς τον διατηρώ ακόμη (από το 1988 σκεφτείτε). Αναφέρομαι στις «Ροκ συναναστροφές», είναι η εποχή που κάνω εκπομπή το απόγευμα, 17:00- 18:00, στο Δεύτερο.
Το 1996 είναι η χρονιά, όπου εντάσσομαι πια, οργανικά, στο κομμάτι της ΕΡΑ. Στην αρχή, με εκπομπές στην ΕΡΑ sport, ζωντανές ηχογραφήσεις το βράδυ, στις 00:00. Στη συνέχεια, με εκπομπές στο Τρίτο με τον αείμνηστο φίλο μου, Γιώργο Τσαγκάρη. Ο Γιώργος ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση όχι μόνο ως καλλιτέχνης , αλλά κι ως διευθυντής. Μετά, στο Δεύτερο, με αυτή τη διαρκή παρουσία που έχω, η οποία θα έλεγα δεν σταμάτησε ούτε καν με το κλείσιμο της ΕΡΤ, γιατί στήσαμε πολύ γρήγορα στην EΡΤ open το Δεύτερο της ΕΡΤ open.
Πρόσωπα που έχω ξεχωρίσει στην πορεία μου αυτή: Εκτός από τους σπουδαίους Πετρίδη και Παπαστεφάνου, ξεχωρίζω στο παραδοσιακό τραγούδι τη Φεβρωνία Ρεβύνθη, τον φίλο μου (δυστυχώς έφυγε νωρίς), Πάνο Γεραμάνη. Μπορεί να ήταν σε ένα διαφορετικό ρεπερτόριο απ’ αυτό που έπαιζα εγώ, που είναι κυρίως οι ροκ εκπομπές, η μουσική του κινηματογράφου, το ελληνικό ρεπερτόριο στην ηλεκτρική εκδοχή του. Αλλά υπήρξα μεγάλος θαυμαστής των εκπομπών αυτών των ανθρώπων και του Γεραμάνη και της Ρεβύνθη, που έπαιξαν εδώ, στην ΕΡΑ, ένα πολύ διαφορετικό ρεπερτόριο. Είναι παρήγορο για μένα να ξέρω ότι και εκείνοι με τον ίδιο τρόπο παρακολουθούσαν τις εκπομπές μου. Τους άρεσαν οι μουσικές και ο τρόπος που έκανα τις εκπομπές παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κοντά σ’ αυτό το ρεπερτόριο εκείνοι.
Το ραδιόφωνο και ειδικά οι μουσικές εκπομπές του ραδιόφωνου δεν είναι απλώς αυτό που σου αρέσει, δεν είναι αυτό που ακούς. Είναι αυτό που εκπέμπεται στον αέρα, στα ερτζιανά ή όπου αλλού -τέλος πάντων- και αυτή ακριβώς είναι η σχολή της δημόσιας ραδιοφωνίας. Για μένα, διακόπηκε το νήμα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με το κλείσιμο της ΕΡΤ. Αυτά τα μορφώματα, που έγιναν και η ΔΤ και η ΝΕΡΙΤ ήταν πράγματα αστεία και μπορούμε να μιλάμε για ώρες. Τα ραδιόφωνα, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχαν με τον τρόπο που τα ξέραμε, το αρχείο της ελληνικής ραδιοφωνίας δεν υπήρχε, όπως το ξέραμε.
Θέλω να πω όμως, για να μην πλατιάζω, ότι η ιστορία αυτή με τις μουσικές εκπομπές στη σχολή του δημόσιου ραδιόφωνου για μένα ήταν και θα είναι, αυτό λέω και σε όλα τα νεότερα παιδιά, αυτή ακριβώς: μπορεί να διαφωνείς με το μουσικό ύφος, μπορεί να μην ακούς το συγκεκριμένο μουσικό ρεπερτόριο, αλλά έχει σημασία ο άνθρωπος που το κάνει να είναι γνώστης, να μπορεί να τεκμηριώνει κάθε στιγμή αυτά που λέει και να μπορεί να σε ελκύσει ακόμη και σε πράγματα που δεν ακούς να σταθείς με προσοχή, να μην αλλάξεις σταθμό. Αυτός είναι ο κόμβος όλης της ιστορίας. Θυμάμαι την εποχή, που ζούσε ο Γεραμάνης, κάποια στιγμή, υπήρχε μια αλληλουχία των εκπομπών μας, ήταν ο ένας μετά τον άλλον. Ο Γεραμάνης π.χ. έπαιζε την Μαρίκα Νίνου και εγώ μετά έβγαινα κι έπαιζα τον Ρόρυ Γκάλαχερ. Είχαμε ακροατές κοινούς, αφοσιωμένους, οι οποίοι άκουγαν και τον έναν και τον άλλον. Αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία, η ουσία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής.
Στο ραδιόφωνο πρέπει -και ειδικά στα ψυχαγωγικά – μουσικά ραδιόφωνα- να συγκεράσουμε όλες αυτές τις διαφορετικές πλευρές, όλες αυτές τις διαφορετικές μουσικές σε ένα πρόγραμμα. Κάποιοι το αποκαλούν πολυσυλλεκτικό ραδιόφωνο αυτό το είδος. Τα πλέι λιστ είναι η καταστροφή της ραδιοφωνικής παραγωγής. Ή οι βλακείες που λένε κάποιοι συνάδερφοί μας, οι οποίοι π.χ ξεκινώντας τη Δευτέρα λένε «έχουμε πέντε μέρες μέχρι το Σαββατοκύριακο» ή ότι «έξω βρέχει» λες και ο άλλος ακροατής είναι χαζός και δεν ξέρει ότι έξω βρέχει. Χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σπουδή, αφοσίωση, καθημερινή ενασχόληση, ένα επιφανειακό πράγμα, το οποίο είναι ομογενοποιημένο. Σε μια συνέντευξη, που έδωσα παλιότερα για το ΚΟΣΜΟΣ, είπα ότι ομογενοποιημένο -και αυτό κατά περίπτωση- μπορεί να είναι μόνο το γάλα».
(«Ω, Άγιε Αιθέρα», εκδ. Polaris, 2015, απόσπασμα από συνέντευξη του Πάνου Χρυσοστόμου στη Χρύσα Φωτοπούλου)