Μου είχε πει κάποτε ένας φίλος μου, που έτυχε να γνωρίσει τη Μαλβίνα Κάραλη, ότι, μεταξύ άλλων, μαγείρευε τέλεια την ψαρόσουπα. Έγραφε μικρές φράσεις με μολύβι, της χάριζε, είχε μακριά, πολύ μακριά μαλλιά.
«Θα σου φέρω ένα βιβλίο της να διαβάσεις. Θα καταλάβεις πολλά». Εκείνο το καλοκαίρι, τέλος τρίτης γυμνασίου, είχα το βιβλίο. Και μάθαινα για την Ελίζα Φιορίλο, ξεκοκάλιζα την «Επικράτεια των σημείων», έψαχνα τη Σιλβάνα Μάγκανο, παρατηρούσα τα φιλιά του ’50, άκουγα, πού και πού, Λάτα Μανγκεσκάρ, μιλούσα (με άκουγαν;) για τον Αντώνη Σουρούνη, ανέβαινα στο Βελούχι (γνώριμος τόπος από πριν). Εντάξει, και μπάνια και παγωτά και ξέφρενη ραστώνη. Αλλά ένιωθα να ανάβουν χίλιοι προβολείς μέσα μου, ενώ χανόμουν στις 400 και κάτι σελίδες του βιβλίου της.
Σχεδόν την ήξερα την Μαλβίνα. Τους κόσμους της, με τα σπιτάκια στα δάση και τα πνευματικά προπύργια στις πόλεις του κόσμου. Τις αγάπες της, την πυκνή ζεστασιά που αναζητούσε. Τις εμμονές της, αυτές που την καθιστούσαν περίοπτη, σε διαδρομές ταχύτατες και δρεπανηφόρες. Την πληρότητά της, σε ένα αφαιρετικό τοπίο από έλατα και μακραίωνους ξεσηκωμούς. Τους φόβους της.
Μια φορά, ήταν το θέμα σε μια έκθεση στο σχολείο. Ίσως 1999- 2000. Όλο το τμήμα τρελαμένο. Ναι, δε χάναμε εκπομπή της. Φαινόταν. Ολόλαμπρες, ανατρεπτικές λεκτικές γροθιές. Πρωτόγνωρη (τηλεοπτική) κατάσταση για εκείνη την εποχή.
Το καλοκαίρι (πάλι καλοκαίρι) του 2002, η Μαλβίνα πέθανε. Πολύ νέα, με μακριά μαλλιά πάλι και με εκατομμύρια απραγματοποίητα όνειρα. Νομίζω.
Αλλά το κείμενο αυτό ξεκίνησα να το γράφω με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων της, 3 Φεβρουαρίου 1952. Πάλι νέα θα ήταν, αν υπήρχε στο εδώ και το τώρα. Πάλι θα έγραφε. Πάλι θα ετοίμαζε απρόβλεπτα γιουρούσια, «καρφί» στην ησυχία του φόβου. Πάλι θα μαγείρευε, πάλι θα έψαχνε την αγάπη, πάλι θα αποκοιμιόταν δίπλα σε άσπρους λαγούς και γάτες με μπλε ρίγες. Κι εννοείται θα ξανάβλεπ,ε στο αυτοσχέδιο θερινό σινεμά, στο Άλσος Παγκρατίου, τον «Ιωάννη τον βίαιο» της Τώνιας Μαρκετάκη, της φίλης της. Μαζί μας. Με γρανίτες στο χέρι, τις κλασικές.
Λέω «πάλι» και είμαι σίγουρη. Λέω «αν» και γίνεται η περιέργεια γιγάντια.
*
Μαλβίνα Κάραλη: Οι μικροαστοί
«Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δε σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δε ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος.
Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δε νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δε θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί «ένα ίσον κανένα». Ή τρία, αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: «Πώς ξέπεσες έτσι»; Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις.
Την ξέρω απέξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα (…). Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δε δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα. Ο Μικροαστός δε θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δε μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς».
Απόσπασμα από το άρθρο «Βλέπει τσόντα ο Πρόεδρος»; (Περιοδικό 01, 1995)
Πηγή φωτογραφίας: doctv.gr