Έχω μια μνήμη: καλοκαίρι, και η προγιαγιά μου να μιλάει στη γαϊδουρίτσα της σαν να είναι η κολλητή της. Τη θυμάμαι ακόμη να «την ρωτάει»: «ώστε συμφωνείς κι εσύ;» και να μοιράζονται το ίδιο καρπούζι.
Παρατηρώντας επίμονα, ήξερα αυτό που θα μάθαινα αργότερα: ότι τα γαϊδούρια είναι ζώα πανέξυπνα, με δυνατή μνήμη, έντονη κοινωνικότητα, υπομονή και μια χαρακτηρολογική δομή, που η ποιότητά της διαγράφεται με λεπτομέρειες στα δυο πελώρια μάτια τους.
Από τότε, οι τόσες ιστορίες, τα παραμύθια, η καλοσύνη και η απλότητα, έννοιες που αυτά τα πλάσματα ξέρουν από το πρώτο λεπτό τους στη γη, τα χιλιάδες αθέατα χωριά που έχω επισκεφθεί, το ενδιαφέρον μου για τα χνάρια στα χώματα, με έκαναν να θέλω να μαθαίνω τα πάντα για τα γαϊδουράκια, «να ταξιδεύω» μέχρι την Αφρική, τη Νότια Γαλλία και την Καταλονία για να σιγουρεύομαι ότι είναι καλά και ευτυχισμένα, αλλά και στο Ασημοχώρι και το Πληκάτι, όπου η φύση μετράει τις αμόλυντες κορυφές της με περηφάνια.
Αλλά ζω στην Αθήνα και με λιγότερη φαντασία, αρκετά Σαββατοκύριακα, ο δρόμος με πάει στο Κορωπί, και στην υπέροχη «Γαϊδουροχώρα», ένα κτήμα 5,5 στρεμμάτων στους πρόποδες του Υμηττού. Φυσικά, θυμίζει «χωριό» και παντού μυρίζει θυμάρι.
Όταν φτάσαμε, το μέρος ήταν γεμάτο παιδιά, που περίμεναν υπομονετικά την ξενάγησή τους από τα έμπειρα μέλη της «Γαϊδουροχώρας». Παιδιά που εκδήλωναν, με κάθε τρόπο, τον ενθουσιασμό και την τρυφερότητά τους. Είτε με χάδι είτε με ένα νεύμα είτε με ένα χαμόγελο είτε ρωτώντας. Παιδιά, που στο δικό τους μυαλό, αυτό το ιδιαίτερο ζώο υπάρχει ως φίλος, ως οδηγός, ως ένας σημαντικός κρίκος με την απεραντοσύνη της φύσης. Και όχι στο σύνηθες κάδρο, όπου το λιοπύρι καίει, το φορτίο στην πλάτη είναι ασήκωτο και το ζώο ανήμπορο να αντισταθεί.
Στην «Γαϊδουροχώρα», υπάρχει ζωή. Εμπνευστές του εγχειρήματος είναι η Τατιάνα Παπαμόσχου και ο Δημήτρης Στουπάκης, «που έφτιαξαν αυτόν τον εναλλακτικό χώρο ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης με σκοπό να συστήσουν αυτό το άγνωστο και παρεξηγημένο ζώο στους σημερινούς ανθρώπους, ιδιαίτερα στα παιδιά, να αναδείξουν τα ιδιαίτερα χαρίσματα και τον καταπληκτικό του χαρακτήρα, χτίζοντας μια νέα συνείδηση σχετικά με την επικοινωνία, τον σεβασμό, την συνεργασία και την συνύπαρξή μας με αυτό».
Η Μανού, ο Ισίδωρος, η Μέλπω, ο Ορέστης, ο Πρωτέας, η Ευτυχία και καμιά δεκαπενταριά ακόμη γαϊδουράκια, με τη δική του ιστορία το καθένα και τη δική του μοναδική προσωπικότητα. Ο Ισίδωρος, ίσως ο πιο γνωστός γάιδαρος της «Γαϊδουροχώρας», από την επαρχία Salins Dampierres της Γαλλίας, ζούσε και εργαζόταν για τον ιερέα Lucien Converset (γνωστό ως pere Lulu), που εκτός από την έντονη ακτιβιστική του δράση, είχε ιδρύσει τον σύλλογο Florianne για να βοηθάει φτωχά παιδιά και άτομα με αναπηρίες με τα γαϊδουράκια του. Τον Μάρτιο του 2012, ο pere Lulu ξεκίνησε μια πορεία ειρήνης μαζί με τον αγαπημένο του Isidor από τη Γαλλία προς τη Βηθλεέμ. Μετά από 15 μήνες περπάτημα, ο ένας δίπλα στον άλλο, έφτασαν στην Αθήνα, τον Μάιο του 2013, όπου η τύχη τους έφερε φιλοξενούμενους στη «Γαϊδουροχώρα». Η Μανού είναι Κρητικοπούλα, η Ευτυχία διαθέτει χρώματα πολύ σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα. Αλλά και η Μέλπω, που γεννήθηκε στη «Γαϊδουροχώρα». Δεν έχει ιδέα, εννοείται, πώς είναι να είσαι γαϊδουράκι και να μην περνάς όμορφα. Η Μέλπω κυλιέται στα άχυρα κουνώντας τα αυτιά της!
Σε αυτό τον τόπο, κάθε φορά, συνειδητοποιώ πόσο μεγάλος και διαρκής είναι ο αγώνας για την εδραίωση μιας νέας και ελπιδοφόρας αντίληψης γύρω από αυτό που ονομάζουμε «έγνοια» για κάθε πλάσμα αυτού του πλανήτη. Οι άνθρωποι της «Γαϊδουροχώρας» είναι πάντα παρόντες και έτοιμοι να σταθούν δίπλα σε κάθε ευάλωτη περίπτωση. «Η ευγένεια του ανθρώπου είναι να δίνει», να δίνει αξία στην κάθε ανάσα, να υπόσχεται μια καλύτερη ζωή.
Βλέπεις ένα παιδί να τρέχει με ένα χαμένο φτερό στο χέρι πίσω από μια κότα (υπάρχουν στη «Γαϊδουροχώρα») για να της το δώσει, νομίζοντας ότι το έχασε. «Κοτούλα, το φτερό σου». Και το θαύμα είναι μέσα στις πιθανότητες.
Υγ: Θα γίνω ανάδοχος σε ένα γαϊδουράκι, είπα στον φίλο μου, λίγο πριν τελειώσει η Κυριακή. Και θα τον κρατήσω τον λόγο μου.
*Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.