Στο θεατρικό έργο «Θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχωφ, ο γιατρός Αστρώφ, λέει κάπου, στην πρώτη πράξη: «Έγινα κι εγώ ιδιόρρυθμος, όπως όλοι οι άλλοι. Τα συναισθήματά μου σα να ‘χουνε παγώσει. Καμία λαχτάρα, καμία επιθυμία, κανένα αίσθημα αγάπης. Δεν αγαπάω κανέναν».

Τα λόγια αυτά –σε όποιο πλαίσιο και να ακουστούν – μού φέρνουν στο μυαλό μία πέτρα που πέφτει στο νερό από μεγάλο ύψος, προκαλώντας έναν βαρύ παφλασμό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο θόρυβος της «πέτρας» προκάλεσε ένα παρηγορητικό επιφώνημα από μια κοπέλα στο κοινό κι ενώ εγώ από την άλλη αναρωτιόμουν: Πώς φτάνει ένας άνθρωπος να πει κάτι τόσο βαρύ; Το νιώθει αληθινά ή υπερβάλλει; Ο Τσέχωφ, στη συνέχεια, δίνει μια απάντηση, αλλά η στιγμή του γιατρού παραμένει. Πάγωσε.

Δε μου αρέσει το κρύο, ούτε κυριολεκτικά, ούτε μεταφορικά. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου συνδυάζει την εξορία μου (για κάποιο λόγο) στην Ανταρκτική και ταυτόχρονα η συναισθηματική μου κατάσταση να μοιάζει με αυτή του Χλαπάτσα από το σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά». Αν κι αυτό το ενδεχόμενο είναι μάλλον απίθανο, έχω δει ανθρώπους να γίνονται ατροφικοί, να περνούν στη σφαίρα της αφασίας και να μη δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει γύρω τους. Δεν τους κατηγορώ, ποιος ξέρει τι δρόμο έκαναν για να φτάσουν ως εκεί; Υπάρχουν όμως και τα άλλα παιδιά που πήραν σοβαρά τη ζωή και δεν της γύρισαν την πλάτη. Έφυγαν νωρίς απ’ το σπίτι, το πίστεψαν έστω κι αν προχωρούσαν στα τυφλά. Και σήμερα, παρά τη φθορά και τα «τσακισμένα» γόνατά τους, στέκονται ακόμα όρθια. Ποιος ξέρει κι αυτά τι δρόμο έκαναν;

Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους που με αξιοπρέπεια δεν πρόδωσαν το συναίσθημά τους, διατήρησαν την τρυφερότητα, δε φοβήθηκαν να εκτεθούν μιλώντας προσωπικά και πάλεψαν με νύχια και με δόντια για να μη «σβήσει η φωτιά» μέσα τους. Μπορεί να μην κέρδισαν κάτι, αλλά δεν έχασαν κιόλας. Θέλει θάρρος να ζεις με ανοιχτή καρδιά. Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να πληγώνεται, να συγκινείται, να ενθουσιάζεται. Δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη. Μέσα σε έναν κόσμο, που συχνά μοιάζει σκληρός και αδιάφορος, το να επιμένεις να νιώθεις είναι μια μορφή αντίστασης. Μια πράξη γενναιότητας απέναντι στην απάθεια.

Ο Georgi Gospodinov στο βιβλίο του «Χρονοκαταφύγιο», γράφει στην αρχή: «Κάθε δευτερόλεπτο σε αυτό τον κόσμο, υπάρχει ένας κύκλος από ανθρώπους που κλαίνε και ένας λίγο μικρότερος από ανθρώπους που γελάνε. Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος κύκλος που ούτε κλαίει ούτε γελάει πια. Ο πιο θλιμμένος από όλους». Η αποσύνδεση από ό,τι συμβαίνει γύρω μας είναι χειρότερη κι από μια μεγάλη στενοχώρια. Μοιάζει με μια πανοπλία, που είναι μεν προστατευτική, αλλά ταυτόχρονα και τόσο βαριά που σ’ εμποδίζει να κινηθείς, να αισθανθείς και να ζήσεις.

Εγώ την έβγαλα, την άφησα στην άκρη και γελάω σαν τον Αναγνωστάκη, όταν βλέπω να τη φοράς.

[mc4wp_form id="278"]