Ταξιδεύουμε και είναι Σάββατο. Ξέρουμε ότι θα βρέχει, αλλά το πείσμα – πείσμα. Έχουμε να δούμε τα έλατα από τον Αύγουστο. Τότε, τις καυτές μέρες, που είχαν το σχήμα της ικεσίας για λίγη κανονικότητα. Τα ιδανικά ταξίδια είναι όσα σε μετατρέπουν σε πούπουλο, σε φτεράκι, όσα δεν επαναλαμβάνουν την ομορφιά, αλλά τη φωτίζουν αλλιώς κάθε φορά. Αυτά λέω ως συνοδηγός. Συμφωνούμε.
Δεν έχω πάει ποτέ στο Μικρό Χωριό και να έχει χειμωνιάτικο κρύο. Και πόσο ανυπομονούσα. Να δω τα πέτρινα μπαλκόνια βρεγμένα, τις καμινάδες, τα δέντρα που κρατούν την καταιγίδα στα φύλλα για μέρες, να φάμε ζεστά όσπρια, να δούμε από κοντά ξανά τους ευρεσιτέχνες της ζωής, που ζεσταίνουν τα ρούχα τους στον ήλιο, νοιάζονται για το χώμα τους, συναντούν τους φίλους τους χαράματα, κρατώντας ένα ωραίο ξύλο για ισορροπία και ρίχνοντας ένα πολύ χοντρό ρούχο στους ώμους.
Δύναμη η φύση. Γιατρεύει τα μυωπικά μάτια, τους κυρτούς ώμους, το λαχάνιασμα. Είναι όλα γύρω. Σκέτα και όσα πρέπει. Τα λίγα σπίτια είναι στολισμένα. Παρατηρώ τους ξυλόφουρνους. Κάνουμε βόλτα με τα πόδια- κούτσουρα από το κρύο. Ένα αγόρι, σχεδόν παιδί, ρίχνει λάδι σε μια πίτα. Της τραγουδάει. Γιατί; Είναι μέρος της νοστιμιάς.
Κοίτα το Βελούχι. Απίστευτο, ε; Και τότε άρχισαν να περνούν από μπροστά μου όλοι οι τόποι, που έκαναν τα καλοκαίρια μου να μοιάζουν σημαντικά: Δομνίστα, Κρίκελο, Κρικελοπόταμος, Προυσός, Κορυσχάδες, Βίνιανη, Μικρό και Μεγάλο Χωριό. Μέγδοβας. Και ξεχύθηκαν από μία φράση: «κοίτα το Βελούχι».
Και δεν είναι νοσταλγία, ούτε «πείνα» για τα κεκτημένα καύσιμα μιας ωραίας παιδικής ηλικίας. Τα βουνά το κάνουν αυτό. Σε κάνουν δέντρο τους, αν τα αγαπάς. Σου κρατάνε θέση στις κορυφές, εκεί που το ελάχιστο ενώνεται με τον πυκνό αέρα.
Κύριε Διονύση, ρωτάει ο φίλος μου, πώς είναι ο χειμώνας εδώ; Και γιατί να είναι αλλιώς; Απλά εδώ ακούς και σε ακούνε. Τι θα φάτε; Θέλετε τραχανά;
Είναι απόγευμα προς βράδυ. Δε μου πάει η καρδιά να μη φάω τραχανά, που παλιά ήταν για μένα η «βαρετή γαλατόσουπα», αλλά αυτή τη στιγμή, θέλω να τον δοκιμάσω, σε βαθύ πιάτο με μπλε τελίτσες γύρω γύρω και ψωμί, που η ψίχα του παγώνει, αλλά έχει υπέροχη γεύση.
Πού τελειώνουν τα βουνά; Δεν τελειώνουν, δε θα τελειώσουν ποτέ, μου έλεγε ο παππούς. Δεν τελειώνει το νερό σε αυτές τις πηγές. Ούτε καν η συμπόνια των λύκων. Ούτε το κλαρίνο, όπως ακούγεται από το εκκλησάκι του Άη Θανάση.
Ούτε η μνήμη, όπως την σχεδίασαν εκείνοι που ήξεραν και μας έκαναν να τους αγαπήσουμε βαθιά.