«Άκουσες τον καινούριο δίσκο του ΛΕΞ;», ρωτάμε ο ένας τον άλλον, τις τελευταίες μέρες. Αντί να πω ναι, απαντάω με τη φράση που ανοίγει το άλμπουμ, στο τραγούδι «3000 στροφές»: «Όλα καλά πήγανε. Άμα βγαίνεις στην επιφάνεια και βλέπεις τον ήλιο, θεωρητικά όλα πήγανε καλά. Έτσι δεν είναι;».
«Αυτό δεν είναι απάντηση στο αρχικό ερώτημα». «Το ξέρω, αλλά, όταν κολλάω με κάτι και το έχω στο μυαλό μου μέρα και νύχτα, κοιμάμαι με αυτό, μέχρι που προσπαθώ να επικοινωνήσω μόνο με αυτό». Τους σπάω τα νεύρα. Θα είχε ενδιαφέρον να βγάλεις μια ολόκληρη μέρα χρησιμοποιώντας στους διαλόγους μόνο quotes από στίχους του ΛΕΞ. Να σε ρωτούν στο γραφείο: «Πώς νιώθεις σήμερα;» και να απαντάς: «Σαν τον Χαάλαντ στη μικρή περιοχή!». Εντάξει σοβαρεύομαι.
Την Παρασκευή το απόγευμα, περίμενα πώς και πώς να σχολάσω και να μπω στο αυτοκίνητο. Σαράντα λεπτά μποτιλιάρισμα πέρασαν νεράκι ακούγοντας τον νέο δίσκο του ΛΕΞ με τίτλο G.T.K. (Για Την Κουλτούρα) και κουνώντας ασυναίσθητα ρυθμικά τα δάχτυλά μου στο τιμόνι. Δεν είμαι εδώ για να κάνω κριτική, ούτε για να πω «μου αρέσει η ραπ», όπως η Ντενίση. Δε θα χρησιμοποιήσω λέξεις, όπως «φαινόμενο» και «αντι-ποιητής». Θέλω μόνο να μιλήσω για την αλήθεια, που ήρθε κατά πάνω μου.
Με γοητεύει και στο τέλος με κερδίζει ό,τι μου φαίνεται αληθινό. Ειδικά αυτό που φαινομενικά δε μου ταιριάζει, αλλά καταφέρνει να ενεργοποιήσει μέχρι και τους δακρυγόνους αδένες μου. Δεν είμαι κομμάτι του «σύμπαντος», που περιγράφει ο ΛΕΞ, αλλά μέσα σ’ αυτό, βρίσκω την αντανάκλαση της δικής μου πραγματικότητας. Δεν έχω ζήσει ποτέ το underground, δεν έχει καν ματώσει η μύτη μου παίζοντας. Έχω πάρει όμως μια γερή μυρωδιά από το μολυσμένο αέρα της εποχής μου. Έχω δει από κοντά τις γειτονιές με τις ανοιχτές πόρτες. Την τοξική αρρενωπότητα. Την ξεφτίλα της τηλεόρασης. Την υποκρισία της δημόσιας ζωής. Τις κακοποιητικές συμπεριφορές. Την πνευματική φτώχεια και το μπλέξιμο στις ζωές των άλλων.
Δεν ξέρω κάποιο άτομο που να μεγάλωσε στα 90s’ και η παιδική του ηλικία να θύμιζε διαφήμιση για πάνες. Όλοι και όλες έχουμε δει με τα μάτια μας πράγματα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε τόσο πολύ, που δεν τα λέμε ούτε στις συνεδρίες. Γίναμε νέοι και νέες στην κρίση και όλη η κρυμμένη σκόνη κάτω από το χαλί της επίπλαστης ευημερίας σηκώθηκε στον αέρα και μας έπνιξε.
Το να μιλάω γι’ αυτή τη γύμνια της ζωής δε μου είναι εύκολο. Όταν το κάνουν άλλοι και άλλες με απλό τρόπο και ταλέντο (όπως ο ΛΕΞ), σε οποιαδήποτε φόρμα και να το βάλουν, τότε ενεργοποιείται μια αλυσιδωτή αντίδραση που ξεκινάει από το σπάσιμο του καθωσπρεπισμού και φτάνει μέχρι τη ρίζα του κακού. Γίνεται υψηλή τέχνη. Δε χρειάζεται καν διαφήμιση και μάρκετινγκ. Μιλάει για τη ζωή κι έτσι βρίσκει θέση μέσα στους ανθρώπους όσο και να κλωτσάει.
«Πώς μπορείς να μιλήσεις για κάτι που δεν έχεις ζήσει;», με ρώτησε ένας φίλος. «Δες και λίγο ανάποδα. Όποιος έχει ζήσει κάτι δε σημαίνει ότι μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό», του απάντησα. Ο Άλκης Αλκαίος δε βρέθηκε ποτέ στην πλατεία Χόρχε ντ’ Αλβαράδο κι όμως είδε τον χλωμό Μιγκέλ να πεθαίνει νέος στο ποίημά του, Γαμμαγραφία. Δε μας ενώνουν μόνο οι κοινές εμπειρίες, είναι και η ικανότητα να αλλάζουμε τη γωνία που βλέπουμε τα πράγματα. Ο καθένας μας έχει βρει τον πάτο στα δικά του μέτρα. Θυμάμαι αυτή τη στιγμή μου και αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που συνδέομαι μαζί σου. Επειδή τη θυμάσαι κι εσύ. Το μόνο που μας μένει είναι να μιλάμε, να μη ζούμε αδιάφορα, ενώ κοιταζόμαστε στα μάτια.