Στις 13 Απριλίου 1947 γεννήθηκε ο Θάνος Μικρούτσικος. Σαν σήμερα.

Δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω τραγούδια του. Όλα είναι μια ολοκληρωμένη στιγμή, έτοιμη να περάσει από την βέβαιη ανάταση κάθε επόμενης γενιάς. Ο Θάνος Μικρούτσικος, αν μη τι άλλο, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Χορτάτος από συναντήσεις και συγγενείς. Ως συνθέτης, συνεργάστηκε με την πρώτη γραμμή των ερμηνευτών. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου, η Μαρία Δημητριάδη, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιώργος Μεράντζας, ο Κώστας Θωμαΐδης, ο Σάκης Μπουλάς, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιάννης Κούτρας, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Χρήστος Θηβαίος κ.α.

Η «Ρόζα», το «Ανεμολόγιο», οι «Μικρές νοθείες» του Οδυσσέα Ιωάννου, η «Δίκοπη ζωή». Οι «7 νάνοι στο s/s Cyrenia», που τραγουδούσε πάντα μόνος, με σύμμαχο ένα ατέρμονο πιάνο. Τα χρόνια περνούσαν, και το τραγούδι με τη φωνή του, την ανάσα του, τον λυγμό του, την εγρήγορσή του, ξεπερνούσε το ύψος του.

Ο Νίκος Καββαδίας από πάντα και για πάντα.

Και μετά, η σύμπραξή του με τον Άλκη Αλκαίο. Το υπέροχο «Εμπάργκο». Η συγκεκριμένη τέχνη του. Η συνέπειά του σε ό,τι του παραδόθηκε και, με πολλή θέρμη, εξέλιξε. Η πορεία του Θάνου Μικρούτσικου επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι οι άνθρωποι, που συμμετέχουν χωρίς ενοχές, που προτείνουν τρόπους και αισθητική, που δεν πουλούν την απειθαρχία της νιότης τους, δεν καταλήγουν ποτέ. Δεν αγναντεύουν από καμία κορυφή. Δεν περιφέρουν το βίωμα σαν εχθρικό δόρυ. Οι χορτάτοι είναι καλόκαρδοι. Είναι ανεξάντλητοι. Είναι νέοι.

«Όταν στη δεκαετία του ‘70, με ρωτούσαν γιατί γράφω μουσική, απαντούσα πως ήθελα να συμβάλλω στην όξυνση της κριτικής σκέψης των ανθρώπων, ώστε να είναι ικανοί να αλλάξουν τον κόσμο. Η μπρεχτική άποψη για την τέχνη. Το ίδιο πιστεύω ακόμη, αλλά στη δεκαετία του ’80, συμπλήρωνα πως ήθελα να κάνω βουτιά στο βάθος των πραγμάτων και της ψυχής μου. Μετά το 1990, απαντούσα πως δίνω αγώνα πυγμαχίας σε ένα ρινγκ με αντίπαλο τον χρόνο, σε έναν αγώνα σικέ -αφού γνωρίζουμε ποιος θα νικήσει στο τέλος-, με στόχο να τον κερδίζω στο τέλος κάθε γύρου στα σημεία».

Από τις πιο ωραίες ιστορίες που αφηγούταν, σε κάθε του συνέντευξη, είναι εκείνη με την θεία την πιανίστα και τα 52 σκαλιά του νεοκλασικού της στην Πάτρα. «Ο άλλος θείος μου, ο Αριστείδης, που δεν τον γνώρισα ποτέ, ήταν ένας σημαντικός διανοούμενος της εποχής του, προσωπικός φίλος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Πέθανε το 1939 στο Νταβός της Ελβετίας από φυματίωση. Ήταν παντρεμένος με την Ηλέκτρα Παπαμικροπούλου, η οποία ήταν μία ιδιαιτέρως καλλιεργημένη γυναίκα και πολύ καλή πιανίστα. Όταν πέθανε ο θείος μου, τα τρία πιάνα της οικογένειας σκεπάστηκαν με μαύρα κρέπια κι έμειναν σιωπηλά για δώδεκα ολόκληρα χρόνια: η θεία μου αρνιόταν να ξαναπαίξει πιάνο. Κάποια μέρα, ανεβαίνοντας τα 52 σκαλιά του σπιτιού της για να της δώσω γλυκό του κουταλιού, που της έστελνε η γιαγιά μου, μου ζήτησε να περάσω μέσα να μου δείξει κάτι. Με παίρνει από το χέρι και με πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Με μία της κίνηση τραβάει το μαύρο ύφασμα και αποκαλύπτει το πιάνο. Επάνω του μία παρτιτούρα του Σούμπερτ . Αρχίζει να παίζει. Μόλις τελειώνει, βλέποντάς με μαγεμένο και αποσβολωμένο, παίρνει τα χέρια μου και, λέγοντάς μου «Τώρα θα παίξουμε μαζί», βάζει τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Ε, λοιπόν το αίσθημα εκείνης της ηλεκτρικής εκκένωσης το νιώθω έντονα ακόμα και τώρα. Δεν λέει να με αφήσει από το 1951, που ήμουν 4 χρόνων».

Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής. Συνέθεσε όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική. Καρπός της πρωτοπόρας αντίληψής του το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας. Ένα φεστιβάλ που ιδρύθηκε το 1986 με εμπνευστή τον ίδιο, που ήταν και ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του και που έδωσε στο θεσμό διεθνή προσανατολισμό εντάσσοντας τη διοργάνωση στο χάρτη των σημαντικότερων φεστιβάλ και εκτός Ελλάδας.

Το βράδυ του θανάτου του, πριν έξι χρόνια, σε ένα καφέ στα Εξάρχεια, έξω στο κρύο, για να μπορεί να καπνίζει και κάτω από μια σόμπα, ένας νέος σε ηλικία σκιτσογράφος, σκίτσαρε από μνήμης, με ένα μικρό μολύβι, το πρόσωπο του Θάνου Μικρούτσικου. Με πολλά μούσια, αυτή τη φορά, και μια ναυτική πίπα. Από μνήμης. Ήξερε απ’ έξω τις γωνίες, τις ρυτίδες, τη βαθιά γραμμή ανάμεσα στα φρύδια.

Σήμερα, θα έκλεινε τα 78. Αυτόν τον συγκεκριμένο Απρίλη, έχω κολλήσει με το Σούνιο και τη φωνή της Μαρίας Παπαγεωργίου (και) στα δικά του τραγούδια. «Κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δεν σηκώνει τ’ άδικο».

Έτσι, με αυτό τον τρόπο, αγκαλιάζω την ανατριχίλα μου.

[mc4wp_form id="278"]