
Ψάχνοντας πληροφορίες για τον Χάρη Τζωρτζάκη, έπεσα πάνω σε μια ανάρτησή του για την καθημερινότητα. Εκεί συνδέθηκα πιο πολύ. Σκέφτηκα ότι έχω πάρα πολλά πράγματα να τον ρωτήσω – από το τι πάει στραβά στις ζωές μας, μέχρι την ειλικρίνεια, που μπορεί να κρύβεται σε ένα παιδικό παραμύθι. Στη συζήτηση που ακολουθεί μιλάμε για το θέατρο, για όσα συμβαίνουν γύρω μας και πώς γίνεται να φέρουμε τον κόσμο ανάποδα.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόληση με την ηθοποιία και το θέατρο και πώς εξελίσσεται μέχρι σήμερα;
Ήταν κάτι που το αγαπούσα από μικρός, χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς είναι. Μου άρεσε να εκφράζομαι μέσω ενός ποιήματος στο σχολείο, ενός τραγουδιού. Μεγαλώνοντας κι αναζητώντας θεατρικές ομάδες, αποφάσισα ότι θα ήθελα να ασχοληθώ επαγγελματικά. Οπότε άφησα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Κι από εκεί και πέρα, ξεκίνησα να εργάζομαι ως επαγγελματίας ηθοποιός.
Από τότε, όλη αυτή η πορεία που έχεις διανύσει ήταν όπως την είχες σκεφτεί;
Είμαι πολύ χαρούμενος με την όλη πορεία. Δεν έχω κάποιο παράπονο ή απωθημένο. Είμαι ευτυχής που έχω γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους, που έχω έρθει σε επαφή με μεγάλα κείμενα, που έχω κάνει τις παραστάσεις, που έχω κάνει. Και συνεχίζεται φυσικά το ταξίδι. Αν περίμενα κάτι άλλο; Νομίζω ότι αυτό που αναζητούσα ήταν κι αυτό που αντιμετώπισα κι αυτό που βρήκα. Δεν τα είχα κάπως αλλιώς στο μυαλό μου. Όταν είσαι πιο μικρός, τα πράγματα είναι πιο μαγικά. Και όσο μεγαλώνεις τη μαγεία πρέπει να την αναζητείς. Επειδή, καμιά φορά, οι καθημερινές θεατρικές παραστάσεις μπορεί να γίνουν ρουτίνα, εκεί χρειάζεται μια αντίσταση ώστε να επανέλθει η μαγεία. Το λέμε μεταξύ μας οι ηθοποιοί, ότι πάντα πρέπει να έχουμε το μυαλό μας στο πώς νιώθαμε στο ξεκίνημά μας.
Είναι επάγγελμα, το καταλαβαίνω, και σε κάθε επάγγελμα, υπάρχει και η έννοια της ρουτίνας. Ξεχωρίζεις, όλα αυτά τα χρόνια, μια στιγμή ή μια περίοδο, που δε θα ξεχάσεις ποτέ;
Είναι κάποιες συνεργασίες με κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, που ακόμη τις κουβαλάω. Η συνάντηση με τον Ολιβιέ Πι, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, η συνάντηση με τον σπουδαίο Σλοβένο σκηνοθέτη Τομάζ Παντούρ, με τον Νίκο Μαστοράκη και με άλλους φυσικά ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Δε θέλω να ξεχάσω κάποιον. Κάθε παράσταση είναι μια καινούρια αρχή. Δε μου αρέσει να μένω στο παρελθόν. Αναζητώ πάντα το επόμενο βήμα.
Έτσι είναι. Διαβάζοντας για σένα, έμαθα ότι διδάσκεις κιόλας. Έχεις φτιάξει ο ίδιος μια δραματική σχολή στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Θα ήθελα να μου πεις για το θέμα της διδασκαλίας. Σε βοηθά στην εξέλιξή σου; Ποια είναι η λογική, με την οποία μεταδίδεις αυτό που έχεις μάθει, σε νέους ηθοποιούς;
Θέλω να βλέπω τη διδασκαλία ως κομμάτι της δουλειά μας. Δηλαδή, οφείλουμε να μεταλαμπαδεύουμε τα όσα γνωρίζουμε στους νεότερους. Γιατί το θέατρο απαιτεί πολύ μεγάλη τεχνική, αλλά πέρα από την τεχνική, υπάρχει κι ένας κόσμος που οφείλουμε να τον διδάξουμε, δεν ξέρω πώς να το πω. Για παράδειγμα, οφείλουμε να μεταλαμπαδεύουμε την αγάπη για τα κείμενα, την επιμονή, τη «δουλειά μυρμηγκιού» που χρειάζεται, την υπομονή, που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός. Ξέρεις, ζούμε σε έναν κόσμο που όλοι βιάζονται, σε έναν κόσμο που όλα οφείλουν να γίνονται γρήγορα. Όλοι αναζητούν το γρήγορο αποτέλεσμα. Ο καπιταλισμός συνθλίβει τους ανθρώπους, στην προσπάθεια της υπερπαραγωγής. Ενώ το θέατρο αναζητεί εντελώς διαφορετικούς δρόμους. Πιο ήσυχους, πιο μαλακούς. Αυτή τη σχολή την έφτιαξα κυρίως θέλοντας να μαζέψω ανθρώπους της γενιάς μου, καλλιτέχνες που εκτιμώ, και να διαμορφώσουμε μαζί έναν νέο δρόμο για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

Και μέσα κι από αυτή την ενασχόλησή σου, πιστεύεις ότι το θέατρο έχει ακόμη τη δύναμη να αφυπνίζει, να ανοίγει παράθυρα;
Το θέατρο έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Είναι κάτι που υπάρχει τόσες χιλιάδες χρόνια, όσο υπάρχει και ο θεσμός της δημοκρατίας. Το θέατρο μπορεί να μαλακώσει τις ψυχές. Ειδικά στις μέρες μας, που πολλοί άνθρωποι έχουν κάποιου είδους κατάθλιψη, νιώθουν να έχουν παραιτηθεί, το θέατρο είναι θαλπωρή. Επομένως, άλλες φορές, είναι επαναστατικό και αφυπνίζει, άλλες φορές είναι γιατρικό. Μπορεί να κάνει πολλά πράγματα.
Πολύ σωστό. Έχεις πάρει σε διάφορα ζητήματα ξεκάθαρη θέση, κατά καιρούς. Κάτι που σε έχει κάνει γνωστό κι εκτός θεατρικού πλαισίου. Αρχικά, θέλω να ρωτήσω τι θεωρείς ότι πάει στραβά στην Ελλάδα και νιώθουμε καταπιεσμένοι; Είναι κακό το ριζικό μας, όπως έλεγαν παλιά ή απλώς είμαστε μέρος ενός συστήματος, που παρακμάζει; Ενός γενικού φαινομένου, τέλος πάντων;
Νομίζω ότι είμαστε πνευματικά φυλακισμένοι. Δεν το λέω για να ακουστεί ως κάτι βαρύγδουπο. Είδα, τις προάλλες, ένα ντοκιμαντέρ που έκαναν κάποιοι φίλοι για την Παλαιστίνη. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, που έγινε πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Μιλούσε, λοιπόν, ένας Παλαιστίνιος, που είχε χάσει γονείς, παιδιά, κι έλεγε ότι «εμείς εδώ αγωνιζόμαστε και για όλους εσάς. Γιατί αν χάσουμε εμείς, θα χάσετε κι εσείς, στη Δύση». Εμείς, εδώ, έλεγε, είμαστε πραγματικά φυλακισμένοι – τα σπίτια τους είχαν κάγκελα- εσείς, στη Δύση, είστε πνευματικά φυλακισμένοι. Σκεφτόμουν ότι έχει δίκιο αυτός ο άνθρωπος. Μέσα από αυτά που είχε περάσει, είχε αποκτήσει και μια πολύ βαθιά σοφία. Εμείς μπορεί να μην έχουμε κάγκελα στα μπαλκόνια μας, αλλά έχουμε κάγκελα στις ψυχές μας. Το βλέπουμε γύρω μας: ο κόσμος δεν είναι καλά. Κι εμείς οι ίδιοι που συζητούμε έχουμε τρομερά προβλήματα, ακριβώς επειδή δεν έχουμε πυξίδα. Έχουμε χάσει κάθε πίστη για οποιαδήποτε αλλαγή. Στη Δύση, και ειδικά στην Ελλάδα. Εδώ, όσοι τα λέμε μεταξύ μας, λέμε και την κουβέντα «δε βαριέσαι, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει». Κάτι τέτοιο είναι ένας πνευματικός θάνατος. Επομένως, το θέατρο μπορεί να ανασταίνει τις ψυχές μας και να μας οδηγεί σε μια αντίδραση. Αυτή τη στιγμή, χρειαζόμαστε μια κοινωνική αφύπνιση.
Όλα αυτά που λες τα συνδέω κάπως και με μια ανάρτησή σου, που διάβασα. Περιέγραφες πολύ ωραία μια καθημερινή σου μέρα. Ταυτίστηκα, όπως και πολλοί άλλοι. Πόση ελευθερία έχει η λογική του «τρέχω να προλάβω» και πόσο είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε αυτό το μοτίβο; Ξεκινώντας από την καθημερινότητα που έχει στρες, διάφορες δυσκολίες –δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που περιέγραφες πριν, του καπιταλιστικού συστήματος.
Νομίζω υπάρχει τρόπος. Γιατί καλή είναι η ανάλυση που κάνω κι εγώ και όλοι μας, αλλά η πραγματικότητα λέει ότι χρειάζεται και μια πρόταση. Ανάλυση χωρίς πρόταση δεν έχει νόημα. Δεν θέλω να μεμψιμοιρώ, θέλω να πράττω. Ο δρόμος που υπάρχει είναι συγκεκριμένος. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια εργασία, υπάρχει ένα σωματείο εργαζομένων. Οφείλουμε εκεί να δίνουμε το «παρών». Πρώτα, λοιπόν, στο σωματείο μας, όπου ο καθένας εργάζεται. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Μετά μιλάμε για τα προβλήματα του κλάδου μας. Οπότε αρχίζουμε και μοιραζόμαστε κάτι. Βγαίνουμε από την ατομικότητά μας και πάμε προς κάτι συλλογικό. Το δεύτερο είναι η επαφή με τη γειτονιά μας. Όλοι κάπου μένουμε. Να αναλογιστούμε τι σχέσεις έχουμε με τη γειτονιά μας. Γιατί η γειτονιά μας είναι η μικροκοινωνία μας. Δημιουργούμε σχέσεις με τη γειτονιά μας; Μικρά μικρά πράγματα, τα οποία σιγά – σιγά γίνονται μεγάλα. Κι όταν αυτά τα μεγάλα προκύψουν, είσαι μέρος της ιστορίας κι όχι έρμαιο. Ενεργός, λοιπόν, στη γειτονιά, ενεργός στη δουλειά. Γιατί όλη αυτή η ανάθεση δεν έχει οδηγήσει πουθενά. Ή μάλλον έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα, τα οποία βλέπουμε. Στον ψυχικό θάνατο, στον οικονομικό στραγγαλισμό, η νεολαία φεύγει. Αλλά όχι μόνο. Εγώ που γίνομαι σε λίγο 40 χρόνων, σκέφτομαι να φύγω. Και το σκέφτονται και πολλοί άλλοι. Μένουμε εδώ μόνο «ετσιθελικά» , για το «γαμώτο».
Ρομαντικά.
Ναι. Λες «όχι, δε θα φύγουμε εμείς από το σπίτι μας».
Μιας και το επισημαίνεις, κι εγώ στην ίδια γενιά ανήκω και για να το ελαφρύνω λίγο: άκουσα έναν stand up comedian, που έλεγε ότι η γιαγιά του, παρόλο που δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό, είχε στην κατοχή της ακίνητα, γη κτλ. Ενώ η δική μας γενιά, που θεωρείται η πιο μορφωμένη στην εξέλιξη της ιστορίας, ζει πληρώνοντας στην Αθήνα κι αλλού, ένα μικρό σπίτι 500 ευρώ το μήνα. Είμαστε μια αδικημένη γενιά; Είσαι πατέρας, πιστεύεις ότι αυτό θα συνεχιστεί και στα παιδιά σου; Έχουμε πάρει την κάτω βόλτα;
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Η αλήθεια είναι όμως ότι η γενιά μας είναι αδικημένη. Από την άλλη, οι παππούδες μας έζησαν Κατοχή. Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο. Σίγουρα, η Κατοχή είναι ό,τι χειρότερο. Μετά, υπήρξε πνευματική αναγέννηση. Υπήρξε ελπίδα μετά τον πόλεμο, ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Και πήγαν καλύτερα, ως έναν βαθμό. Και ύστερα, ξεκίνησε ο οικονομικός πόλεμος. Είμαστε μια γενιά, που βρίσκεται σε διαρκή ομηρία. Ακόμη κι αν κανείς «κάνει δύο δραχμές», είναι σίγουρο ότι, με κάποιον τρόπο, το κράτος θα τις πάρει πίσω. Κι όλο αυτό αποτυπώνεται σε μια ψυχική κατάπτωση. Υπάρχουν τόσα πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Όποιος δεν παίρνει χάπια, βγαίνει να πιει δυο ποτά για να ηρεμήσει και να πάει να κοιμηθεί. Άλλος το ρίχνει εμμονικά στη γυμναστική. Έχει χαθεί το μέτρο.

Αυτό περνάει και στα παιδιά μας;
Προφανώς. Αν τα παιδιά βλέπουν εμάς, που φερόμαστε έτσι, θα γίνουν κι αυτά άνθρωποι με νευρώσεις. Και δεν ξέρουμε πού θα βγάλει αυτό. Η κοινωνία είναι νευρωτική. Κάποιος θα βρίσει, κάποιος θα κορνάρει, κάποιος θα ξαναβρίσει. Κι όλο αυτό το καταπίνεις μέχρι να σκάσεις ή μέχρι να γίνεις αυτός που θα βρίσει.
Ζεις στην Αθήνα, αλλά δραστηριοποιείσαι και επιχειρηματικά στην Εύβοια. Τι σε ώθησε να στραφείς προς την επαρχία; Υπάρχει κάτι που σου δίνει εκεί περισσότερη ελευθερία από την Αθήνα;
Ναι, δραστηριοποιούμαι, αλλά πήρα την απόφαση σήμερα να πουλήσω την επιχείρηση.
Σήμερα; Α, είναι φρέσκο.
Δεν αντέχω άλλο με την κοροϊδία των αρχών, με την έλλειψη υποδομών, με το ελληνικό κράτος, που είναι εχθρικό απέναντι σε εμάς. Με τη σύζυγό μου φτιάξαμε μια επιχείρηση από το μηδέν. Βρήκαμε ένα οικόπεδο με κάποια μικρά δωμάτια από τους γονείς μου. Το πήραμε και το κάναμε ένα yoga retreat hotel, με εφτά μήνες σεζόν, στη Νότια Εύβοια, σε ένα παρατημένο μέρος, που δεν υπάρχει κανένας. Κόσμος πολύς από το εξωτερικό με το ξενοδοχείο εφτά μήνες γεμάτο, ενώ δεν έχουμε νερό ούτε πού να πετάξουμε τα λύματα του βόθρου, γιατί έκλεισε ο βιολογικός στο Αλιβέρι και μας ζητούν 400 ευρώ. Εμείς πρέπει να βρίσκουμε 400 ευρώ ανά τρεις μέρες για να αδειάζουμε τα λύματα για να μην πνιγεί στο σκατό η περιοχή. Θέλουμε 30.000 ευρώ μόνο γι’ αυτό. Ζούμε τριτοκοσμικά πράγματα και δεν την παλεύουμε πλέον. Αυτό το πολύ πετυχημένο πρότζεκτ, που δημιουργήσαμε, δυστυχώς θα πουληθεί σε κάποιον από το εξωτερικό και θα χαθεί μια περιουσία, που φτιάχτηκε με πολύ κόπο και αγώνα. Αλλά αυτή είναι η Ελλάδα.
Με πρόλαβε η πραγματικότητα: Ήθελα να μου πεις αν η επαρχία φέρει κάτι διαφορετικό. Αλλά μου έλυσες την απορία ξεκάθαρα.
Ίσα – ίσα, η επαρχία είναι πολύ πιο σκληρή από την Αθήνα. Είναι αδυσώπητη.
Θα αλλάξω λίγο το κλίμα. Έχεις εκδώσει κι ένα παραμύθι. Υπάρχει κάτι νέο στα σκαριά; Σε ενδιαφέρει η λογοτεχνία ως ένα σταθερό κομμάτι της δημιουργικής σου πορείας;
Γράφω, κατά καιρούς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είμαι συγγραφέας. Έχω γράψει και μια μικρού μήκους ταινία, δύο ταινίες βασικά, οι οποίες έγιναν κιόλας. Είναι κι αυτός ένας δρόμος για να εκφράζομαι. Νομίζω ότι οτιδήποτε έχει σχέση με την αφήγηση μιας ιστορίας με αφορά. Το παιδικό παραμύθι προέκυψε από μια μικρή ιστορία, που είχα γράψει για την κόρη μου, όταν γεννήθηκε. Αυτό που περιγράφει το παραμύθι είναι κάτι που είχα ζήσει με την κόρη μου. Όταν έχω έμπνευση, κάθομαι και γράφω.
Ωραίο αυτό πολύ. Ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί σου; Υπάρχει κάτι, που έχεις σκεφτεί και δεν έχει πραγματοποιηθεί;
Έχω διάφορες προτάσεις για του χρόνου. Αλλά δεν έχω κάτι που να μπορώ να πω, αυτή τη στιγμή, ότι θα γίνει. Κάπως, είμαι σε μια αναζήτηση πραγμάτων. Θα ήθελα σίγουρα να δουλέψω με πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους από τον χώρο. Οπότε μπορώ να περιμένω μέχρι να γίνει αυτό. Κάπως, πλέον, δεν με αφορά ο θεατρικός αγώνας. Να πηγαίνω από τη μια παράσταση στην άλλη. Αυτό βέβαια το δικαίωμα μού το δίνουν οι άλλες μου δραστηριότητες. Έχω, ας πούμε, την πολυτέλεια να επιλέγω τις συνεργασίες μου.
Αυτά είχα να ρωτήσω, Χάρη. Αν θες εσύ να προσθέσεις κάτι τελευταίο.
Θα ήθελα να κάνω δύο αναφορές. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, θα πρέπει να μιλάμε για την Παλαιστίνη. Γι’ αυτό το έγκλημα που συμβαίνει σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό το ζήτημα: Λευτεριά στην Παλαιστίνη. Και τελεία. Ο καθένας, με όποιον τρόπο μπορεί, να ενημερώνει τον κόσμο. Να μην ξεχνάμε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί είναι ένας διαρκής φάρος αντίστασης και κάτι τέτοιο αφορά σε όλη την ανθρωπότητα.
Έχεις δίκιο και πολύ καλά κάνεις και το επισημαίνεις. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα.
Κι εγώ!
*Φωτογραφίες: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON, Μιχάλης Αρχοντίδης