Στη σύγχρονη εποχή, τα αρχαία αγάλματα συχνά μας φαίνονται ως άψυχα έργα τέχνης—μαρμάρινες ή χάλκινες μορφές, σιωπηλές και ακίνητες. Ωστόσο, για τους αρχαίους, αυτά τα αγάλματα ήταν ζωντανές ενσαρκώσεις του θείου και η εμπειρία μαζί τους δεν ήταν μόνο οπτική, αλλά πολυαισθητηριακή. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της εμπειρίας ήταν η χρήση αρωμάτων, που μεταμόρφωνε τα αγάλματα σε «ζωντανές» οντότητες με μυρωδιά, πνεύμα και ίσως ακόμη και «ψυχή».

Cecilie Brons: Αποκαλύπτοντας τα αισθητηριακά μυστικά

Η Δανή αρχαιολόγος Cecilie Brons, στο βιβλίο της “Sensing the Ancient World”, αναλύει αρχαία κείμενα και έργα τέχνης, αποκαλύπτοντας πειστικές αποδείξεις ότι στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, ο αρωματισμός των αγαλμάτων ήταν μια κοινή πρακτική. Η Brons αναφέρει ότι οι αρχαίοι έβαζαν αρώματα ή αρωματικά έλαια σε σημαντικά αγάλματα, όχι μόνο ως συμβολική πράξη, αλλά ως μέρος της τελετουργικής «κόσμησης». Αυτή η διαδικασία περιελάμβανε: Χρήση σφουγγαριών για την εφαρμογή αρωματικών ελαίων, επάλειψη με μύρα από τριαντάφυλλα, μέλι, ελαιόλαδο και άλλα πολυτελή άρωμα, τελετουργικό «λάδωμα» αγαλμάτων, όπως φαίνεται από επιγραφές στο νησί της Δήλου, το οποίο υπήρξε και κέντρο αρωματοποιίας στην αρχαιότητα. Το έργο της Brons, ως μέρος ενός διεπιστημονικού προγράμματος, προσφέρει ένα νέο πρίσμα για την κατανόηση της αρχαίας τέχνης: όχι ως στατική, αλλά ως μια ζωντανή, πολυαισθητηριακή εμπειρία.

Στην Αρχαία Ελλάδα, το άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα «λούζονταν» ετησίως με άρωμα και ντυνόταν με νέα πέπλα ενώ στην Αίγυπτο τα ξύλινα αγάλματα των νεκρών γέμιζαν με αρωματικές ρητίνες για να προσελκύσουν την ευλογία των θεών. Στην Αρχαία Ρώμη το αρωμάτισμα των δημόσιων αγαλμάτων (π.χ., αυτοκρατόρων ή ηρώων) αποτελούσε σύμβολο θεϊκής νομιμοποίησης (έραιναν με μύρα τον Καίσαρα σαν να ήταν θεός)και ένδειξη πλούτου και εξουσίας).

Σε ό,τι αφορά στις γραπτές πηγές, ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι το άγαλμα της Ίσιδος στην Φιλές «εξέπεμπε γλυκιά μυρωδιά» ενώ στους Ορφικούς Ύμνους, οι θεοί προσφωνούνται με ευωδίες (π.χ., «Δημήτηρ, η ποθεινή, που μυρίζεις σαν κρόκο»). Επίσης στο Ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο, βρέθηκαν υπολείμματα σμύρνας σε βάσεις αγαλμάτων και σε ρωμαϊκές λαρνάκες, τα ειδώλια των νεκρών είχαν αποξηραμένα άνθη και αρωματικές ουσίες.

Μια πολυαισθητηριακή εμπειρία: Πέρα από την όραση

Όπως η Brons και άλλοι ερευνητές έχουν επισημάνει, οι αρχαίοι δεν αντιλαμβάνονταν τα αγάλματα με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε σήμερα. Τα αγάλματα τότε δεν ήταν «άψυχα» μονόχρωμα αντικείμενα αλλά χρωματιστά (με φωτεινές βαφές), διακοσμημένα (με πραγματικά ρούχα, κοσμήματα, λουλούδια), και αρωματισμένα (με μύρα και θυμίαμα). Αυτή η πολυαισθητηριακή προσέγγιση δημιουργούσε μια εμπειρία πλήρους αφύπνισης των αισθήσεων, κάτι που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται αδιανόητο λόγω της χρονικής απόστασης.

Η έρευνα της Cecilie Brons και του “Sensing the Ancient World” μάς θυμίζει ότι η αρχαία τέχνη δεν ήταν μόνο για το μάτι—ήταν για τη μύτη, το χέρι και την ψυχή. Τα αγάλματα μύριζαν γλυκά, λάμπανε υπό το φως των λαμπάδων και «ζούσαν» μέσα από τελετουργίες που ενώνουν τον ανθρώπινο με το θείο.

[mc4wp_form id="278"]