Λέμε για την ποίηση, το νερό, τη φύση, την υπομονή, την παρατήρηση, την ησυχία, την ανθρωπιά. Είμαστε στην καρδιά της άνοιξης, έχουμε κατακτήσει, σε αυτή τη μικρή χώρα, (και συνεχίζουμε) μια σοβαρή εκκίνηση, οι παραστάσεις στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ολοκληρώνονται, η «Έρημη Χώρα» επανέρχεται συνέχεια στις κουβέντες και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη παραμένει το ίδιο ευαίσθητη, άρα και γενναία, με πολλά όνειρα και μια σοφία που την ωθεί να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά. Υγ: Επίσης, στο Μετς, κατοικούν παπαγάλοι με κόκκινα ράμφη και με μία κόκκινη στάμπα σε κάθε φτερούγα.

Αλεξάνδρα, πριν λίγο καιρό, «γιορτάσαμε» την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και την Παγκόσμια Ημέρα Νερού. Ήταν μάλιστα κοντά- κοντά. 21 και 22 Μαρτίου. Για μένα, ποίηση και νερό συνδέονται απόλυτα. Συχνά, οι φίλοι μου, τα μικρά παιδιά, μου λένε ότι νερό και ποίηση κινδυνεύουν. Σε τι σημείο βρισκόμαστε, πιστεύεις;

Συνθέτεις πολύ όμορφα την ερώτηση. Και χαίρομαι, που μιλάς με ανθρώπους, που συνειδητοποιούν την επικινδυνότητα και την κρίση, στην οποία βρισκόμαστε. Νομίζω ότι πιο πολύ θέλουμε να λησμονούμε, να ξεχνάμε, να προχωράμε, να παραβλέπουμε. Μπορεί να είναι κι ένας τρόπος αυτοσυντήρησης αυτός.

Για μένα, η ποίηση είναι κάτι που μας σώζει καθημερινά κι ας μην το κατανοούμε απόλυτα. Υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν διαρκώς και περπατούν ανάμεσά μας. Είναι οι μεταξωτοί άνθρωποι, που έλεγε κι ο Καρούζος. Πρέπει να εστιάζουμε, λοιπόν, το βλέμμα προς τα εκεί. Να νιώθει ο καθένας την έκταση, που του αναλογεί σε αυτόν τον πλανήτη και τη συνύπαρξη με μια ευγένεια και μια προσπάθεια να διευκολύνει τον άλλον στο πέρασμά του –όχι να αποσυρθεί ή να κάνει πίσω-. Το να διευκολύνουμε, οπότε, το πέρασμα ο ένας του άλλου είναι για μένα πολύ σημαντικό. Αυτή είναι μια ξεκάθαρη ποιητική κι αγωνιστική πράξη.

Και είναι κάτι τόσο απλό.

Ακριβώς. Σκέφτομαι τις μέρες που βιάζομαι πολύ. Ακόμη και τότε, θέλω να έχω στον νου ότι πρέπει να σταματάω για να περνάει ο άλλος. Το λέω συνέχεια στον εαυτό μου: «Ήσυχα, ήσυχα». Αλλά είμαστε τοποθετημένοι σε χρόνους, που δεν είναι ανθρώπινοι. Ίσως μετά τον covid, να προσπαθούμε να αναπληρώσουμε κάτι μανιωδώς. Έχω φίλους, που δεν μπορούμε να συναντηθούμε, ενώ το θέλουμε πολύ, εξαιτίας αυτής της ταχύτητας.

Το ζω κι εγώ αυτό. Και δε μου αρέσει. Όπως δε μου αρέσει να προσπερνάω, έτσι απλά, μια νεραντζιά, που ανθίζει, παρά τις δυσκολίες.

Δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο από αυτό, που μας προσφέρει το περιβάλλον γύρω μας. Ακόμη και μέσα στην πόλη. Ένα απόγευμα, εδώ στην Αθήνα, δεν είναι δώρο; Όπως πέφτει ο ήλιος και μυρίζουν οι νεραντζιές! Είναι σαν κάποιος να σου κάνει απλόχερα ένα δώρο.

Το να σταματάς λίγο και να συνειδητοποιείς ότι αυτό υπάρχει ακόμη και είναι εκεί για να σου προσφέρει, είναι πολύ σημαντικό. Ίσως η φύση καταφέρνει να σε οδηγεί να την προστατεύεις, με κάποιον τρόπο. Ίσως.

Η φύση δεν παραβαίνει ποτέ τους δικούς της κανόνες. Αλεξάνδρα, πώς νιώθεις που ήσουν κομμάτι της «Έρημης Χώρας», μιας τηλεοπτικής σειράς που αγαπήθηκε ιδιαίτερα; Καλά, η πορεία σου στην τηλεόραση είναι συνδεδεμένη με ωραίες συγκυρίες.

Υπήρξα πάρα πολύ τυχερή, όταν συνεργάστηκα με τον σκηνοθέτη Γιώργο Γκικαπέππα, σε μια σειρά ντοκιμαντέρ για τη Γενιά του ’30, στην Cosmote TV. Συντονιστήκαμε πολύ γλυκά, αφού ο Γιώργος μού άνοιξε έναν δρόμο για μια τηλεόραση, όπως την είχα ονειρευτεί. Πάντα ένιωθα μια έλξη για την τηλεόραση -δεν ήμουν ποτέ κατηγορηματική- αλλά ταυτόχρονα, κάτι με τρόμαζε σε αυτή. Όταν συνεργάστηκα με τον Γιώργο Γκικαπέππα, βρήκα όλες τις συνιστώσες, που ήταν ιδανικές. Δηλαδή, που ξεκινούσαν με έναν τρόπο από εκείνον: μια μεγάλη προσοχή στο σενάριο και τη συνεργασία με τους σεναριογράφους –πόσω μάλλον, όταν έγραψε ο ίδιος την «Έρημη Χώρα». Δούλευε για καιρό, με πολλή προσοχή, με μεγάλη αγάπη, με πίστη και σεβασμό στον ηθοποιό και τη λειτουργία του. Για την «Έρημη χώρα», κάναμε πολλές πρόβες, πριν τα γυρίσματα. Είναι κάτι που το ζητάει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς αυτό. Και το ζητάμε κι εμείς οι ηθοποιοί. Η παραγωγή είναι πάντα πολύ προσεγμένη, με ανθρώπους που αγαπούν τη δουλειά τους, με μελετημένη αισθητική και με πλάνα, που ουσιαστικά είναι κινηματογραφικά. Ακολουθούν δηλαδή την κινηματογραφική αφήγηση. Με αυτές τις συνθήκες, αισθάνομαι ότι και το ελληνικό κοινό καλομαθαίνει (με την καλή έννοια) κι εκπαιδεύεται. Η «Έρημη Χώρα», που είναι η τελευταία δουλειά, νομίζω ότι το απέδειξε περίτρανα κάτι τέτοιο. Πρόκειται για σενάρια και ιστορίες, που έχουν πρώτο, δεύτερο και τρίτο επίπεδο και που δεν αφορούν σε μια ιστορία, που λύνεται με μια ανάγνωση. Αγγίζουν και κοινωνικά θέματα, πολύ σοβαρά. Είναι πολύ σημαντικό ότι πια μαθαίνουμε να βλέπουμε καλύτερη τηλεόραση. Κι αυτής της τηλεόρασης θέλω να είμαι μέρος. Όσο μπορώ αυτό να το προστατεύω και να δουλεύω με αυτόν τον τρόπο, θα το κάνω. Και στην Ελλάδα μπορούμε πια, αν όχι με τόσα χρήματα, ωστόσο με πολλή ψυχή να κάνουμε αντίστοιχες με το εξωτερικό δουλειές. Απλώς, καμιά φορά, υποτιμούμε τους εαυτούς μας και το κοινό, προτιμώντας πιο ασφαλείς λύσεις. Από έναν φόβο, ας πούμε, μη εμπορικότητας.

Έτσι είναι. Ας ελπίσουμε ότι τέτοιες νοοτροπίες θα τις πάρει το ρέμα. Γιατί είναι πολύ βαρετές πια. Μεταφέρομαι στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, που ανεβαίνει η «Ράβδος», στην οποία πρωταγωνιστείς μαζί με τον Άρη Λεμπεσόπουλο και την Τατιάνα Παπαμόσχου. Πες μου γι’ αυτή την εμπειρία.

Οφείλω να ομολογήσω ότι, όταν έπεσε στα χέρια μου αυτό το έργο και το διάβασα, είπα αμέσως ότι δεν γίνεται να μην γευτώ αυτή την εμπειρία. Την εμπειρία ενός κειμένου, του οποίου η δραματουργία είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Η «Ράβδος» είναι πρότυπο σύγχρονου έργου. Και κάθε φορά, το κείμενο με συγκλονίζει, ενώ μου θέτει –νομίζω σε όλους μας θέτει- μια μόνιμη πρόκληση. Να το υπηρετήσω και να το κυκλώσω και συναισθηματικά και ρυθμικά, να συντονιστώ με τον συμπαίκτη μου σαν να μπαίνω σε έναν «αγώνα», χωρίς να ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Η «Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ είναι, λοιπόν, ένα πολύ πολύ σύγχρονο έργο. Επίσης, μου φαίνεται «λίγο» να περιγράψω με μερικές λέξεις αυτό το κείμενο. Δεν μπορώ να το βάλω σε μια κατηγορία αρχικά και μετά να πω δυο- τρία πράγματα για την ιστορία. Θα το αδικήσω έτσι κατάφωρα. Γιατί είναι ένα έργο που «πατάει» μεν σε μια αφηγηματική γραμμή, αλλά συνομιλεί με άπειρα θέματα, που μας «τρώνε» και μας «καίνε». «Πατάει» σε ένα ιψενικό τρίγωνο, όχι ερωτικό. Το τρίγωνο και το σχήμα αυτό της οικογένειας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι ένας πυρήνας: ένας πατέρας, μια μητέρα και μια κόρη, των οποίων δεν ακούγονται ποτέ τα ονόματα. Ενώ έχουν ονόματα, δηλαδή στο κείμενο τα βλέπεις. Ποτέ όμως ο ένας τον άλλον δεν τον αποκαλεί με το όνομά του. Άρα, είναι μια σχέση τρομερά αποξενωμένη. Νιώθεις ότι αυτούς τους τρεις ανθρώπους, ενώ οι δεσμοί αίματος είναι πολύ ισχυροί –ειδικά η κόρη με τους γονείς- τους χωρίζει μια άβυσσος. Είναι ένα έργο για τη βία. Για τους κύκλους βίας, που είναι αλυσιδωτοί. Η βία που υπάρχει σε ένα σπίτι θα γίνει η βία που βλέπουμε στα σχολεία, θα γίνει η βία που έχει ακόμη και η νέα τάξη πραγμάτων, που πολεμά τη βία, φτιάχνοντας μια άλλη βία και μια ακυρωτική, πολύ σκληρή πολιτική (ενώ «πατάει» σε δίκαια αιτήματα). Γενικά, είμαστε άνθρωποι των άκρων. Δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να περάσουμε ομαλά από τη μία φάση στην άλλη.

Τελειώνει μια σεζόν πλήρως δημιουργική για σένα. Παράλληλα, ζήσαμε και ζούμε μέρες δύναμης, θάρρους, εγγύτητας μέσα από μια πρωτόγνωρη συνύπαρξη, με στόχο τη δικαιοσύνη και το οξυγόνο. Είσαι αισιόδοξη;

28 Φεβρουαρίου, κατέβαινα από το Μετς κι εκείνη τη στιγμή, άνοιγαν πόρτες κι έβγαιναν άνθρωποι, ενώ άλλοι, πάρα πολλοί, κατηφόριζαν για το Σύνταγμα. Συνέβη κάτι πολύτιμο, που αυτή τη στιγμή αιωρείται και υπάρχει νομίζω μέσα μας. Βλέποντας όλα αυτά, την τελευταία περίοδο, και που είναι ένα απαύγασμα ετών, πολλές φορές, σκέφτομαι ότι βρίσκομαι σε μια «μη χώρα», σε έναν «μη τόπο». Που έχει ξεχάσει τις αρχές, που ορίζουν μια πολιτεία. Σαν τίποτα να μην ισχύει. Απορώ –απορώ και για μένα- πώς συνεχίζουμε και πώς η ζωή τρέχει. Όταν έχουν πληγωθεί τέτοιες αρχές, όταν έχουν καταργηθεί αρχές δημοκρατίας και ηθικής. Είναι τεράστια η απορία, αλλά και η προσμονή ώστε αυτό το πράγμα, βάσει της εμπειρίας αυτής της συνύπαρξης, τη σωστή στιγμή, να εδραιωθεί. Δεν πιστεύω ότι ήταν κάτι περαστικό.

Ούτε εγώ. Πιστεύω ότι στην επόμενη συνάντησή μας, θα μιλήσουμε ξανά γι’ αυτή τη δύναμη. Σε ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συζήτηση!

Κι εγώ!

*

Πληροφορίες

Η «Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ

Σκηνοθεσία – Μετάφραση: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικό – Κοστούμια: Γιώργος Σκεύας
Mουσική – Sound Design: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Πρωταγωνιστούν: Άρης Λεμπεσόπουλος, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Τατιάνα Παπαμόσχου

Παραστάσεις
Παρασκευή 20:30
Σάββατο 18:30 & 21:15
Κυριακή 18:00

[mc4wp_form id="278"]