
Ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι ένας καλλιτέχνης, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Με την ξεχωριστή του πορεία στη λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική, τη βαθιά γνώση της κιθάρας και τη διδασκαλία του σε νέες γενιές μουσικών, έχει καταφέρει να αφήσει το στίγμα του στο ελληνικό μουσικό τοπίο. Με τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του πιάνει το νήμα από το πάλκο του Σκαρβέλη, περνάει στη σκηνή με τους Λαϊκεδέλικα και φτάνει στην αναβίωση της τεχνικής της λαϊκής κιθάρας. Σε αυτή τη συνέντευξη, συζητάμε για τη μουσική, την τέχνη, την κοινωνία και για το «οξυγόνο», που όλοι και όλες αναζητούμε.
Ποια είναι τα πρώτα σου βήματα στη μουσική και πώς εξελίχθηκε η σχέση σου μαζί της μέχρι σήμερα;
Τα πρώτα βήματα έγιναν σε ερασιτεχνικούς συλλόγους τη δεκαετία του ’80. Τότε, στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης που μεγάλωσα, υπήρχαν πάρα πολλοί αυτό-οργανωμένοι πολιτιστικοί σύλλογοι, μουσικοί και θεατρικοί. Μέσα από εκεί, κατάφερα να γνωρίσω τη μουσική, γιατί ήταν δύσκολο, εκείνα τα χρόνια, να πηγαίνω σε ωδεία κτλ. Για εμάς, ήταν ταξίδι ολόκληρο μέχρι το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Οπότε όλα έγιναν μέσα από τις παρέες. Ζούσαμε, επίσης, τότε και την αναβίωση του ρεμπέτικου, αρχές της δεκαετίας του ’80.
Οπότε ξεκίνησες με κιθάρα από εκείνα τα χρόνια;
Έπαιζα οτιδήποτε δεν υπήρχε άλλος να παίξει. Μου άρεσε να παίζω. Δεν είχα στο μυαλό μου κάποιο συγκεκριμένο όργανο. Είχα και μια ευκολία. Δεν ξέρω ίσως αυτό να είναι το ταλέντο, που λένε. Έπαιζα, λοιπόν, με πολλή ευκολία ό,τι έλειπε. Και συνήθως, έλειπε η κιθάρα, γιατί όλοι σολίστες θέλουν να γίνουν. Αλλά στη μουσική που έπαιζα εγώ, ήμασταν εμείς που κάναμε αυτό που δεν ήθελαν να κάνουν οι άλλοι.

Άρα στην πορεία, μελέτησες κατά βάση την κιθάρα.
Σπούδασα κιθάρα και μπάσο στο Σύγχρονο Ωδείο της Θεσσαλονίκης. Στο μπάσο, έφτασα μέχρι το δεύτερο έτος αρμονίας και μετά τα παράτησα.
Έχεις αφιερώσει σημαντικό κομμάτι της δουλειάς σου στην τεχνική της λαϊκής κιθάρας. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά, που τη διαφοροποιούν από άλλες τεχνικές παιξίματος;
Το ρεπερτόριο που υπηρετεί και ο πολλαπλός της ρόλος. Δηλαδή, η λαϊκή κιθάρα, σε μια λαϊκή ορχήστρα, έχει τον ρόλο της αρμονικής συνοδείας, της ρυθμικής συνοδείας και της ενίσχυσης της μελωδίας, γιατί τα σχήματα εκείνα ήταν μικρά. Οπότε η κιθάρα έπρεπε να κάνει αυτές τις τρεις δουλειές. Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της τεχνικής της.
Ανά δεκαετία, αν παρακολουθήσεις την εξέλιξη και της λαϊκής μουσικής, αλλά και της λαϊκής κιθάρας, οι τεχνικές αυτές αναπροσαρμόζονταν, εμπλουτίζονταν και με άλλα πράγματα, λόγω της εμφάνισης πολλών σπουδαίων μουσικών, όπως ήταν ο Σκαρβέλης, ο Καρίπης, κ.α. Αυτό, κάποια στιγμή, σταμάτησε απότομα, όταν οι ορχήστρες μεγάλωσαν μετά τον πόλεμο και δημιουργήθηκαν μεγαλύτερα μαγαζιά, που έπαιζαν λαϊκή μουσική. Έτσι δεν υπήρχε ο λόγος να κάνει όλα αυτά τα πράγματα η λαϊκή κιθάρα, ενώ η συγκεκριμένη τεχνική εγκαταλείφθηκε. Τα σχήματα είχαν μεγαλώσει, είχαν μέσα μπάσο, πολλές φορές, είχαν και τύμπανα. Αν παρακολουθήσουμε πώς έπαιζε ο Τσιτσάνης, τη δεκαετία του ’70, βλέπουμε ότι έπαιζε με τύμπανα και ηλεκτρικό μπάσο. Όλο αυτό ξαναήρθε πίσω στη δεύτερη αναβίωση του ρεμπέτικου, αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε επέστρεψαν ο ακουστικός ήχος και τα μικρά σχήματα. Επανήλθαν όλα, αλλά η τεχνική της κιθάρας δεν επανήλθε. Χάθηκε λίγο η συνέχεια. Αυτό που έκανα εγώ ήταν να ξαναθυμίσω την τεχνική, που υπήρχε τότε. Δεν ανακάλυψα κάτι καινούριο, δηλαδή.

Ούτε έβαλες κάποια δικά σου στοιχεία απ’ ό,τι λες.
Αυτό που έβαλα, αν έβαλα κάτι, είναι τώρα, όσο μπορώ, στην τσιμπητή κιθάρα, που είναι μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική της λαϊκής κιθάρας και που έχει να κάνει με τη μουσική κυρίως στην Αμερική.
Μου δίνεις ωραία πάσα να σε ρωτήσω το εξής: τα τελευταία χρόνια, το ρεμπέτικο γνωρίζει μια αναβίωση και νέες γενιές το ανακαλύπτουν. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό το φαινόμενο;
Δε νομίζω ότι υπάρχει λαϊκή μουσική, που να μην κερδίζει τους νέους. Από τα μπλουζ, το φλαμένκο, όποια λαϊκή μουσική και να πιάσεις, κάποια στιγμή, οι νέοι την ανακαλύπτουν και κολλούν πάνω της. Γιατί; Γιατί είναι αληθινή. Και γιατί είναι μια μουσική που έρχεται πάντα από κάτω προς τα πάνω, αν θες να το δούμε και πολιτικά. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει νέος άνθρωπος, που να μην τον συγκινεί αυτό το πράγμα. Και η ποιότητα της λαϊκής μουσικής, αλλά και η ιστορία της. Οπότε αυτό είναι που κάνει πάντα τους νέους να έρχονται στο ρεμπέτικο. Τώρα, όμως, νομίζω ότι είναι στα κάτω του και όχι στα πάνω του το ρεμπέτικο. Αυτή τη στιγμή, το παραδοσιακό τραγούδι έχει κερδίσει πιο πολύ έδαφος.
Παρόλα αυτά, παραμένει και το λαϊκό ψηλά.
Εννοείται ότι έχει κόσμο, αλλά δεν είναι viral.
Έχεις κάνει πολλούς δίσκους κι έχεις δώσει αναρίθμητες συναυλίες. Υπάρχει κάποια στιγμή στην καριέρα σου που ξεχωρίζεις ως ιδιαίτερα σημαντική ή συγκινητική;
Δεν είναι μια στιγμή, είναι μια περίοδος. Για μένα, η πιο ωραία περίοδος ήταν η περίοδος με τους «Λαϊκεδέλικα». Σε όλες τις περιόδους, πέρασα πολύ καλά, αλλά εκεί ήταν εξαιρετικά.
Φαντάζομαι ότι έπαιξε, πέρα από τα παιδιά, και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ρόλο.
Φυσικά. Ήταν όλο το πράγμα. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάτι. Ήταν μια συνάντηση, που οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα πολλαπλό της αξίας του καθένα. Δούλεψε πολύ η χημεία εκεί. Και φυσικά η «μπαγκέτα» του Μπάμπη Παπαδόπουλου.

Είσαι ενεργός και στην εκπαίδευση, διδάσκοντας νέους μουσικούς. Τι είναι αυτό που προσπαθείς να μεταδώσεις στους μαθητές σου, πέρα από τις τεχνικές δεξιότητες;
Πρώτα απ’ όλα, τη χαρά που έχει αυτό το πράγμα. Η μουσική έχει ένα «κακό»: αν δεν την κάνεις επειδή τη γουστάρεις πολύ, υποφέρεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις μουσική, αν δε σ’ αρέσει. Αν δεν μουρλαίνεσαι γι’ αυτό το πράγμα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές ότι η ενασχόληση με τη μουσική είναι χαρά. Από εκεί και μετά, είναι ένα φοβερό εργαλείο, το οποίο ο καθένας χρησιμοποιεί ανάλογα με την ηθική του. Το πώς χρησιμοποιείς τη μουσική έχει να κάνει με την εκπαίδευση και την ποιότητά σου ως άνθρωπος. Σε αυτό δεν μπορώ να τους νουθετήσω, γιατί το πλαίσιο που είμαι είναι ένα πλαίσιο ακαδημαϊκό και οφείλω να κρατώ κάποιες ισορροπίες. Αλλά μέσα από παραδείγματα, αυτό που είναι να πω το λέω.
Σε παρακολουθώ καιρό. Ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, συχνά εκφράζεις τη θέση σου σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Πώς αξιολογείς τη σημερινή κατάσταση; Πιστεύεις ότι το «οξυγόνο» που ζητά ο κόσμος θα έρθει κάποτε;
Από εμάς εξαρτάται. Είδες τι έγινε. Έγινε μια κινητοποίηση και ήρθαν τα πάνω κάτω. Αν έχουμε το κουράγιο να το συνεχίσουμε διεκδικώντας, φυσικά και θα έρθει. Εμείς παίρνουμε όλες τις αποφάσεις. Δεν δέχομαι ότι είμαστε έρμαια των πολιτικών. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε εμείς. Οπότε και τις συνέπειες εμείς θα τις υποστούμε. Δεν μπορώ καθόλου τη μοιρολατρία.
Κανένας μας. Έχεις δίκιο. Έχεις πραγματοποιήσει όλα όσα έχεις σκεφτεί να κάνεις με τη μουσική; Τι μένει να γίνει;
Δεν έχω κανένα απωθημένο. Όλα μου τα όνειρα, σε σχέση με τη μουσική, πραγματοποιήθηκαν στα 26 μου χρόνια. Όλα τα άλλα είναι «επιπλέον». Τα τελευταία δύο χρόνια, βγαίνω και με δικά μου τραγούδια. Το οποίο οκ, θέλει τον χρόνο του, δεν πάει σούπερ, αλλά δεν πάει και χάλια. Ελπίζω να τα καταφέρω, αν αξίζουν τα κομμάτια, και να προχωρήσει λίγο καλύτερα αυτό. Αλλά δεν είναι απωθημένο, σε καμία περίπτωση.
Άρα έχεις ξεπεράσει τις προσδοκίες που είχες.
Κατά πολύ.

Αν μπορούσες να μεταφερθείς σε μια άλλη εποχή για να παίξεις μουσική, ποια θα ήταν και γιατί;
Η απάντηση είναι λίγο δεδομένη. Επειδή έχω «αρρώστια» με τον Κώστα Σκαρβέλη, θα ‘θελα να ήταν 1935 και να έβλεπα τον Σκαρβέλη να παίζει.
Να το έβλεπες μόνο ή να παίζατε και μαζί;
Να παίζαμε, φυσικά. Μακάρι. Θαυμάζω πολύ τον συγκεκριμένο μουσικό, γιατί έκανε πολύ πρωτοποριακά πράγματα για την εποχή του. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτηκε όσα έκανε.
Δεν έχω εντρυφήσει και τόσο βαθιά, αλλά το καταλαβαίνω. Ποιο είναι το επόμενο καλλιτεχνικό σου βήμα; Να περιμένουμε κάτι νέο από εσένα σύντομα;
Δεν αξίζει τον κόπο να βγάζουμε δίσκους, γιατί δεν τους αγοράζει πια ο κόσμος. Ό,τι τραγούδι βγάζω, το βγάζω ένα – ένα. Έχω βγάλει ήδη τρία, μέσα σε τρεις μήνες. Το καλοκαίρι, εκτός από τις συναυλίες που θα κάνω μόνος μου, θα κάνουμε κι αρκετές με την Μάρθα Φριντζήλα.
Τέλειο θα είναι αυτό. Σε ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη!
Κι εγώ!