Στα 13 της, έπαιξε στην «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη κι ενώ ο σπουδαίος σκηνοθέτης την είχε ξεχωρίσει σε μια πτήση για Λονδίνο. Ακολούθησαν τα χρόνια της Δραματικής Σχολής και οι πρώτες συνεργασίες στο θέατρο και την τηλεόραση. Η Τατιάνα Παπαμόσχου μπορεί να μην είχε κανένα πλάνο, όταν ως έφηβη έβλεπε να ανοίγεται μπροστά της ένας ενδιαφέρων κόσμος, έκτοτε όμως συνέχισε την πορεία της χωρίς να ξεμακραίνει από την αυθεντικότητα και την αλήθεια. Γι’ αυτό και ακολουθεί πάντα το ένστικτό της. Αυτό το ένστικτο που την οδήγησε στη δημιουργία της πιο «ευαίσθητης χώρας», της Γαϊδουροχώρας στο Κορωπί και που χρόνια μετά, την έφερε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής.

Αναρωτιέμαι πώς ήταν η εμπειρία για εσάς, όταν στα 13 σας χρόνια βρεθήκατε να συμμετέχετε στην ταινία «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη κερδίζοντας και το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1977;

Η επαφή μου με τον Μιχάλη Κακογιάννη, στην «Ιφιγένεια», έγινε σε μια ηλικία που δεν υπήρχε, για μένα, ούτε πλάνο, ούτε σχέδιο για το μέλλον. Σίγουρα, όμως, η εμπειρία κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο μού έδωσε κάποια στάνταρς, τα οποία ύψωσαν τον πήχη, όταν αργότερα επέλεξα να ακολουθήσω αυτή την πορεία: Να σπουδάσω δηλαδή και να μπω στον χώρο επαγγελματικά. Εννοείται ότι υπήρχε ένα παρελθόν, το οποίο βάραινε. Και στον κόσμο που με γνώριζε και για μένα που ήξερα ήδη κάποια πράγματα. Δηλαδή είχα δει πώς δούλευε ένας άνθρωπος, είχα δει τα στάνταρς κάποιων ηθοποιών, οπότε όλο αυτό λειτουργούσε ως μια βάση. Ήξερα ότι ήθελα να είμαι σε κάτι που να είναι καλό. Ίσως βέβαια να λειτούργησε όλο αυτό κι ως δυσκολία.

Αυτό θα σας ρωτούσα. Αν κατέληξε ως «παράδοξη ευκολία».

Δεν νομίζω ότι είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν ταυτόχρονα και μια δυσκολία. Αλλά μπορεί να υπήρχε προκατάληψη. Μπορεί να υπήρχε το κλίμα «α, αυτή που έχει τα “μέσα”». Από μια άλλη πλευρά, σίγουρα ήταν και μια βοήθεια. Το ότι κάποιοι σε ξέρουν είναι ένα βήμα, για το οποίο κάποιοι άνθρωποι πασχίζουν πάρα πολλά χρόνια για να το καταφέρουν. Δεν θέλησα όμως ποτέ να λειτουργήσω με αυτή την βολή. Δεν το χρησιμοποίησα αυτό το πράγμα.

Η εισαγωγή σας στη Δραματική Σχολή συνέπεσε και με μια περίοδο καλλιτεχνικής ακμής. Θυμηθείτε εκείνα τα χρόνια.

Ήμουν πολύ χαμένη στο διάστημα. Με βασάνιζε πολύ αν είχα επιλέξει το θέατρο επειδή πραγματικά το ήθελα ή επειδή ήταν το μόνο πράγμα, που ήξερα από πιο κοντά. Δεν ήμουν τόσο σίγουρη στα πρώτα μου βήματα. Παρακολουθούσα ήδη θέατρο. Και ήταν και η εποχή των πρώτων ομάδων. Η εποχή του Σπύρου Ευαγγελάτου στο ξεκίνημά του, η εποχή του θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά, του Ανοιχτού Θεάτρου. Υπήρχε ένα καινούριο κύμα στο θέατρο, το οποίο το θαύμαζα πολύ. Ήταν πρότυπά μου αυτοί οι άνθρωποι. Είχα στο μυαλό μου ότι κι εγώ θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο. Χάρηκα πάρα πολύ, όταν βρέθηκα στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή, τελειώνοντας τη σχολή. Η πρώτη μου δουλειά, μετά τη σχολή, ήταν σε παράσταση του Λευτέρη.

Κατευθείαν στα βαθιά.

Ναι, ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο. Και σωτήριο σχολείο.

Μεγάλη τύχη. Σαν να βρίσκουν τα κομμάτια του παζλ τη θέση τους την κατάλληλη στιγμή.

Υπήρξα τυχερή. Αναμφισβήτητα μέχρι τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, η τωρινή μου συνεργασία προέκυψε χωρίς εγώ να έχω κουνήσει το δαχτυλάκι μου, που λένε. Γενικά, δεν ήμουν ποτέ μέσα στα κυκλώματα, στο να κυκλοφορώ, να πηγαίνω εκεί που μαζεύονται κτλ. Σε αυτό δεν ήμουν ποτέ καλή.

Βιοποριζόσασταν μόνο από το θέατρο;

Όχι. Κι αυτό, αν θέλετε, ήταν το καλό. Με την έννοια ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνω αυτή τη δουλειά μόνο για να ζήσω. Οπότε είχα την «πολυτέλεια» των επιλογών. Εντάξει, ήταν επιθυμία μου βέβαια κιόλας. Πήγαινα πιο εύκολα εκεί που ήθελα. Φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο ούτε κι αυτό. Δε σημαίνει ότι επειδή θες κάτι θα τα καταφέρεις κιόλας. Και βεβαίως θαυμάζω απεριόριστα τους ανθρώπους, που χωρίς να έχουν την ευχέρεια τη δική μου, επιμένουν στα «θέλω» τους. Το να έχεις μια οικονομική ανεξαρτησία έχει αυτό το καλό, έχει όμως κι ένα μεγάλο κακό: δεν γίνεσαι ποτέ κυνηγός. Δεν βουτάς στα πράγματα, δεν τα αρπάζεις από τα μαλλιά. Σε αφήνει λίγο σε αυτή την άνεση και την βολή, που μπορεί να είναι καταστροφική.

Παραμένουν τουλάχιστον οι στιγμές αυθεντικότητας και ελευθερίας. Ακούγεται λίγο ρομαντικό, αλλά έχει μια δύναμη.

Καλά, σίγουρα. Είναι πολύ κρίμα για κάτι που έχει μια ομορφιά, μια ιδιαιτερότητα, να καταλήγει να γίνεται βιοπορισμός, ντε και καλά ό,τι και να είναι, όπως και να είναι, προκειμένου να βγει ένα μεροκάματο να ζήσουμε. Φτάνουμε στην άλλη άκρη. Παρόλα αυτά, η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Και οι μεγάλοι μουσικοί του κόσμου παραγγελίες έκαναν. Δεν ήταν κάπου και ήταν άνετοι κι έλεγαν «α, τι θα γράψω σήμερα». Είχαν ανάγκη κι έπρεπε να εργάζονται. Και το καλύτερο αποτέλεσμα δεν έρχεται απαραίτητα από το «αραχτό σαλόνι». Είναι μάλλον καλύτερο να είσαι λίγο πιο μάχιμος. Στο τέλος, και η πολλή πολυτέλεια κι αυτή σε χαλάει. Οι ισορροπίες βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα.

Έχετε μια μεγάλη πορεία και στην τηλεόραση. Ας θυμηθούμε το τηλεοπτικό «τότε» φτάνοντας μέχρι το τηλεοπτικό «σήμερα».

Έζησα την τηλεόραση σε εποχές, που ήταν καλές. Τη δεκαετία του ’80 ακόμη, κάποιες σειρές ήταν πολύ μικρές, ήταν σε φιλμ, βασισμένες σε κάποια μυθιστορήματα. Αναφέρομαι σε μικρής διάρκειας σειρές. Η τηλεόραση πάντα έχει το πρόβλημα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, των οικονομικών. Του χαμηλού μπάτζετ. Η καλύτερη σειρά που έχει γυριστεί, για τα δικά μας δεδομένα, είναι μια πολύ φθηνή σειρά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό. Υπάρχει άλλου είδους προετοιμασία, άλλου είδους δυνατότητα να αφοσιώνεσαι, κακά τα ψέματα. Αλλά για τα δικά μας δεδομένα, έχουν γίνει και πολύ καλές δουλειές. Αξιοπρεπέστατες και με πολύ καλό αποτέλεσμα. Φυσικά, έχουν βελτιωθεί πολύ τα πράγματα. Και σε σχέση με τον τρόπο των γυρισμάτων, η τεχνική πλευρά έχει βελτιωθεί. Όλα γίνονται πολύ πιο εύκολα με τη σημερινή τεχνολογία, με καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Εκεί που κάπως χολαίνουν τα πράγματα είναι γύρω από το σενάριο και τον χρόνο, που έχει ο ηθοποιός για να παίξει. Πολύ συχνά, το ζητούμενο είναι απλώς να τα πει σωστά. Γενικότερα, αυτό ισχύει. Γιατί ο χρόνος πιέζει και το υλικό πρέπει να βγει. Αλλά έχουμε και πολλά καλά παραδείγματα πια στην ελληνική τηλεόραση.

Πρόσφατα επισκέφθηκα τη Γαϊδουροχώρα, το Ελληνικό Κέντρο για το γαϊδουράκι στο Κορωπί, που έχετε συν- δημιουργήσει με τον Δημήτρη Στουπάκη. Έφυγα πιο ανέμελη και σοφή. Ισχυρότατη η δύναμη αυτών των ζώων.

Η αγάπη μου γι’ αυτά τα ζώα ήταν τεράστια ανέκαθεν, απλώς δεν είχε καταφέρει να βρει τη διέξοδό της να κατευθυνθεί προς το συγκεκριμένο δημιούργημα. Προέκυψε γιατί τα πράγματα, καμιά φορά, τα φέρνει η ζωή από μόνα τους. Ήμουν τρελή με τα ιπποειδή, για ανεξήγητους λόγους. Αγαπώ όλα τα ζώα, απλώς σε αυτά έχω μεγάλη αδυναμία. Από μικρή, ήθελα να βρίσκομαι κοντά τους, να μαθαίνω πώς νιώθουν. Δεν είναι σκυλιά, γατιά, που ξέρουμε τους κώδικές τους. Κάποια στιγμή, βρέθηκα εθελόντρια σε έναν σύλλογο προστασίας ιπποειδών. Εκεί γνώρισα και τον Δημήτρη Στουπάκη, που μαζί φτιάξαμε και τη Γαϊδουροχώρα. Εκεί ήταν η μεγάλη αποκάλυψη. Για τα γαϊδούρια, είχα κι εγώ την εικόνα, που έχουμε οι περισσότεροι: Ένα γαϊδουράκι σε ένα χωράφι δεμένο, λίγο απόμακρο, χωρίς πολλά πολλά «γιατί κλωτσάει και δαγκώνει». Μέχρι που γνώρισα τα ζώα από κοντά, ζώντας την αποκάλυψη. Άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις: Σήμερα, τα γαϊδούρια χάνονται μεν γιατί παύουν να δουλεύουν και καλώς παύουν να δουλεύουν- , αλλά το άλογο, ας πούμε, έχει βρει καινούριες θέσεις στη σύγχρονη ζωή. Δεν είναι απαραίτητα μόνο ένα εργαλείο για δουλειά, αλλά μπορεί να είναι ένας σύντροφος, ένας αθλητής, θεραπευτής, ένα ζώο συντροφιάς. Μάθαμε τότε ότι υπάρχει ένα κέντρο με έδρα την Αγγλία, το Donkey Sanctuary, το οποίο δρα παγκόσμια για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των γαϊδουριών. Γιατί να μην έχουμε κι εδώ κάτι παρόμοιο, που να είναι και σαν καταφύγιο κι ένα κέντρο που θα φέρνει τον κόσμο κοντά σε αυτό το ζώο, προωθώντας το ως ένα ζώο συντροφιάς, θεραπείας, αναψυχής, ενδεχομένως; Αλλά με άλλη λογική και με αξιοπρέπεια βέβαια για το ίδιο το ζώο.

Νομίζω ότι έχετε καταφέρει πολλά. Ποια είναι τα νεότερα για το ελληνικό γαϊδούρι;

Υπάρχουν ακόμη πολλά νησιά που χρειάζονται τα γαϊδουράκια ως βοηθούς. Δικός μας στόχος είναι να καταφέρουν να είναι βοηθοί και όχι σκλάβοι. Το ότι «χρειάζομαι το ζώο για βοήθεια γιατί το μέρος ακόμη δεν έχει δρόμους, τρόπο», δεν είναι απαραίτητα κακό. Γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση πάνω σε αυτό το κομμάτι και είναι σεβαστές όλες οι απόψεις. Υπάρχουν κι άνθρωποι που λένε ότι πρέπει να πάψουν να χρησιμοποιούνται τα ζώα γενικότερα. Να μην έχουμε οι άνθρωποι καμία εμπλοκή. Επειδή όλα τα εξημερωμένα ζώα είναι κάτω από τη δική μας σκέπη, ζουν επειδή τα κρατάμε εμείς, καλό είναι να μπορούμε να τα έχουμε κι ας κάνουμε πράγματα μαζί τους με απόλυτο σεβασμό όμως. Πρέπει να είναι συνεργάτες μας. Αμειβόμενοι, με τα ωράριά τους, με τα ρεπό, τη σύνταξή τους. Αν όλα αυτά τηρούνταν, τι καλά που θα ήταν!

Πώς ονειρεύεστε το μέλλον της Γαϊδουροχώρας;

Θέλει πολλή προσοχή. Γιατί είναι αυτό που φοβάσαι πάντα: εμείς το κάναμε και καταφέρνει αυτό το δημιούργημα και στέκεται στα πόδια του και προσπαθεί να βοηθάει όλο και περισσότερο και πιο ανοιχτά. Αυτή τη στιγμή, ήδη είμαστε σε θέση και βοηθάμε ζώα στην επαρχία, που δε θα έρθουν σε εμάς, αλλά εμείς θα τα βοηθήσουμε επί τόπου. Κάνουμε ταξίδια, παρέχουμε ιατρική βοήθεια. Όνειρό μας είναι αυτό το πράγμα να βρει τους συνεχιστές του. Υπάρχουν, όπως είναι λογικό, ανάγκες για περισσότερα κέντρα μέσα στη χώρα. Δικό μου προσωπικό όνειρο είναι να δημιουργηθεί και το κομμάτι της θεραπευτικής. Να αρχίσει κι αυτό να λειτουργεί κανονικά. Είμαστε σε μια φάση ενός πιλοτικού προγράμματος. Θα ήθελα, όμως, κάποια στιγμή να αρχίσει η δράση του. Είναι κάτι που απαιτεί συνεργάτες, χορηγίες κτλ. Είναι πολύ σημαντικό να βρεις συνεργάτες που να μπορούν να πληρώνονται. Δεν μπορείς να ποντάρεις στα έσοδα από τις συνεδρίες. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί τομείς που θέλουν ακόμη δουλειά στη Γαϊδουροχώρα. Οι μεγάλες κινήσεις πρέπει να γίνονται συλλογικά. Δεν φέρνει ποτέ ένας κούκος την άνοιξη.

Η «Ράβδος», που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής», σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα και που υποδύεστε την Μορίν, παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Υπήρξε κάτι στο έργο ή τη διαδικασία, που σας έκανε να νιώσετε ότι δημιουργείτε κάτι μοναδικό και πρωτόγνωρο;

Πιστεύω ότι είναι ένα έργο, που είναι πάρα πολύ καλά γραμμένο. Είναι καθαρόαιμο θέατρο. Το λέω αυτό γιατί, τον τελευταίο καιρό, έχουμε ζήσει και δει μια τάση να παίζονται έργα που δεν είναι θεατρικά. Είναι διασκευές κάποιου λογοτεχνικού έργου και αυτό έχει καμιά φορά, τη δυσκολία του. Δεν είναι τόσο εύκολο να γράψεις ένα θεατρικό έργο. Ο Μαρκ Ρέιβενχιλ που έγραψε τη «Ράβδο» είναι ένας πολύ καλός θεατρικός σύγχρονος συγγραφέας. Όταν διάβασα το έργο, χάρηκα πάρα πολύ. Στο κείμενο αυτό, δεν ξέρεις τι θα συμβεί κι ούτε μπορείς να φανταστείς πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση. Αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας είναι απολύτως ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα εντελώς μεταφορικό. Στην πραγματικότητα, θίγεται οτιδήποτε έχει να κάνει με την εξουσία, με τον πυρήνα της ανθρώπινης δομής της κοινωνίας, που είναι η οικογένεια. Στην παράσταση, διαρκώς αποκαλύπτονται πράγματα. Υπάρχει μια συνεχόμενη δράση, που έχει μια επικινδυνότητα. Τα πράγματα δεν χαλαρώνουν ποτέ. Το κοινό είναι συνεπαρμένο απόλυτα. Ευτυχής συγκυρία η επιστροφή μου, πόσω μάλλον σε αυτό το συγκεκριμένο θέατρο, στο οποίο είχα κάνει τα πρώτα μου βήματα. Βρίσκομαι ξανά εδώ με τον Γιώργο Σκεύα, που υπήρξε και αυτός πολύ φίλος με τον Λευτέρη Βογιατζή και με γνώριζε από παλιότερα. Ωραία συγκυρία. Με τον Άρη Λεμπεσόπουλο είχαμε συναντηθεί στην «Αίθουσα του θρόνου». Είμαι πολύ χαρούμενη που τον συναντώ πάλι, όπως και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, που την ήξερα, αλλά την γνώρισα καλύτερα τώρα, εδώ. Το σκηνικό δέσιμο, νομίζω, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Τι σας ενθουσίασε πιο πολύ στη δόμηση του χαρακτήρα που υποδύεστε;

Με την κυρία Μορίν έχουμε πολύ λίγα κοινά. Η δυσκολία της προσέγγισης αυτών των ρόλων είναι πολύ ειλικρινής. Με αποτέλεσμα αυτό που κάνεις να το υπερασπίζεσαι και να το αγαπάς πάρα πολύ. Η εικόνα του ρόλου μου μού είναι πολύ αγαπητή, αν και στην πράξη μπορεί να είναι μια πολύ αντιπαθητική γυναίκα. Δεν προσπαθώ να κάνω μια προσποίηση. Η γυναίκα αυτή δεν έκανε κάτι στη ζωή της. Τα παράτησε όλα. Έγινε μάλλον μια κακή μαμά. Προσπαθεί κάπως να τα μαγειρέψει όλα, όπως εκείνη νομίζει. Όλοι οι ρόλοι είναι απόλυτα ειλικρινείς απέναντι σε ό, τι πιστεύουν την κάθε στιγμή. Δεν υπάρχει ο καλός ήρωας σε αυτό το έργο. Ο συγγραφέας δεν είναι με το μέρος κανενός. Όλοι έχουν τις αλήθειες τους. Όπως και στη ζωή, που δεν είμαστε ένα πράγμα. Τα φέρουμε όλα μέσα μας.

Είμαστε στο τέλος του πρώτου μήνα της άνοιξης. Τι κυριαρχεί μέσα σας με ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα;

Δεν είμαι σίγουρη για το μέλλον μας. Διανύουμε μια πολύ περίεργη εποχή. Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο εμείς. Φοβάμαι ότι είμαστε σε κατήφορο και όχι σε ανήφορο. Τι θα βγει; Ίσως κάτι πολύ καλό, κάποια στιγμή. Ο κόσμος θέλει να ακουστεί. Το μήνυμά του είναι τεράστιο. Φωνάζει για δικαιοσύνη. Όλοι πρέπει να στραφούμε προς τη συνολική αλλαγή. Ξεκινώντας από τη δική μας προσωπική αλλαγή. Πρέπει να αλλάξουν χρόνιες παθογένειες για να βρει έδαφος η καινούρια εποχή.

Σας ευχαριστώ πολύ!

Κι εγώ.

Πληροφορίες

Η «Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ

Σκηνοθεσία – Μετάφραση: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικό – Κοστούμια: Γιώργος Σκεύας
Mουσική – Sound Design: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Πρωταγωνιστούν: Άρης Λεμπεσόπουλος, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Τατιάνα Παπαμόσχου

Παραστάσεις
Παρασκευή 20:30
Σάββατο 18:30 & 21:15
Κυριακή 18:00

[mc4wp_form id="278"]