«Φαντάσου το μουσείο σαν ένα ζωντανό σώμα και τον μουσειοπαιδαγωγό σαν το αίμα, που κυκλοφορεί μέσα σε αυτό», είπε μια μητέρα στο μικρό παιδί της, καθώς περνούσαν την πόρτα της Εθνικής Πινακοθήκης (ήμουν ακριβώς δίπλα τους). Το παιδί έδειξε να καταλαβαίνει. Και σίγουρα εκείνη την ημέρα πέρασε καλά. Σε μια εποχή απόλυτης ρευστότητας, ευτυχώς υπάρχουν σημαντικοί πολιτιστικοί φορείς, που προσφέρουν αυτό που κυρίως λείπει: την ομαδική δημιουργία, τη βιωματική μάθηση, την αλληλοενίσχυση, την ανάπτυξη νέων ιδεών. Με πολλή ευαισθησία. Αυτά κι άλλα ακόμη συζητήσαμε με την Χριστίνα Μπότσου, που εργάζεται ως μουσειοπαιδαγωγός, τα τελευταία έξι χρόνια, βλέποντας, μεταξύ άλλων, και την αγάπη να επιστρέφεται στο καινούριο και το απροσδόκητο.

Κυρία Μπότσου, ποια στοιχεία συνθέτουν τη φυσιογνωμία της μουσειοπαιδαγωγικής, ενός τομέα, για τον οποίο υπάρχει ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον;

Ο τομέας της μουσειοπαιδαγωγικής είναι ένας πλούσιος, διεπιστημονικός τομέας, που συνδυάζει και την Ιστορία της Τέχνης και τα Παιδαγωγικά. Οπότε, πραγματικά, θα λέγαμε ότι είναι ένα σταυροδρόμι. Προσφέρεται για πολλά τέτοια αντικείμενα. Σίγουρα, μέσα από την εργασία μου και σε προηγούμενους φορείς, όπως στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και πολύ περισσότερο, στην Εθνική Πινακοθήκη, που είναι ένα μουσείο με τεράστια συλλογή, πολύ πλούσια, που καλύπτει μια μεγάλη χρονική περίοδο, άρα είναι ένα μουσείο πραγματικά Ιστορίας της Τέχνης, έχω αντιληφθεί ότι η μουσειοπαιδαγωγική είναι ένα φανταστικό πεδίο για να ανθίσουν όλοι αυτοί οι διαφορετικοί τομείς.

Πώς μπορεί να σχεδιαστεί μια επίσκεψη σε ένα μουσείο, ώστε το παιδί να την θυμάται ως μια μοναδική εμπειρία;

Στην Εθνική Πινακοθήκη, τα τελευταία χρόνια, συνεργάζομαι με παιδιά από τριών ετών και άνω. Μέχρι 18 ετών. Σε έναν κόσμο γεμάτο οθόνες, μας ενδιαφέρει να επιστρέψουν τα παιδιά σε μια πρωτογενή επαφή με το έργο τέχνης. Δηλαδή, να εξασκήσουμε κάποιες δεξιότητες, που έχουν να κάνουν με την παρατήρηση και τη συγκέντρωση μέσα στον χώρο του μουσείου. Αυτό εμείς το επιτυγχάνουμε μέσα από την αισθητηριακή και συναισθηματική εμπλοκή των παιδιών με τα έργα. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να εστιάζουμε, να συγκεντρωνόμαστε, να παρατηρούμε. Κι αυτό γίνεται μέσα από ερωτήσεις, μέσα από βιωματικές δραστηριότητες μπροστά από τα έργα. Μας αρέσει, επίσης, να καθόμαστε κάτω, στο πάτωμα, μαζί με τα παιδιά και να προκύπτει μια συζήτηση. Όπου ουσιαστικά συνδέουμε τα προηγούμενα βιώματά τους με τα ίδια τα έργα. Οπότε κάπως κατασκευάζουμε όλοι μαζί τη γνώση. Τα παιδιά έχοντας συνηθίσει στον ψηφιακό κόσμο δυσκολεύονται πολύ στη συγκέντρωση και την εστίαση. Άρα αυτό που χρειάζεται δουλειά κι από εμάς είναι να βρούμε τους τρόπους, να βρούμε τα εργαλεία, να έρθουν σε προσωπική επαφή με το έργο.

Θα μοιραστείτε μαζί μου μια ξεχωριστή στιγμή;

Κάθε ομάδα παιδιών στρέφει το ενδιαφέρον της σε κάτι διαφορετικό μέσα στο μουσείο. Για μένα, κάτι πολύ συγκινητικό είναι, όταν μας επισκέπτονται παιδιά από πολυπολιτισμικά σχολεία και στο τμήμα του μουσείου στον 19ο αιώνα, που είναι τα έργα του Οριενταλισμού, -έργα από το Μαρόκο, από την Αίγυπτο, από την Τουρκία-, βλέπεις πόσο πολύ νιώθουν κι αυτά ότι εκπροσωπούνται με έναν τρόπο στο μουσείο. Νιώθουν ότι η κουλτούρα τους είναι σημαντική, είναι ορατή. Βιώνουμε έτσι στιγμές πολύ μεγάλης συγκίνησης μπροστά σε αυτά τα έργα.

Πράγματι, πολύ συγκινητικό αυτό που περιγράφετε. Εσείς, ως παιδί, με τι σκέψεις διασχίζατε τους διαδρόμους των μουσείων;

Όταν ήμουν μικρή, δεν ήταν τόσο διαδεδομένα τα εκπαιδευτικά προγράμματα στον χώρο των μουσείων. Θυμάμαι, ωστόσο, κάποιες πολύ επιδραστικές εκθέσεις τη δεκαετία του 2000, που είχα παρατηρήσει και μου είχαν κάνει εντύπωση. Η πρώτη μεγάλη έκθεση που είδα, που ήταν και θεματικά διαρθρωμένη και που είπα «α, τι ωραία, σε μια τέτοια έκθεση θα ήθελα να δουλεύω κι εγώ στο μέλλον», ήταν η έκθεση «Έρως. Από τη Θεογονία του Ησίοδου στην Ύστερη Αρχαιότητα», στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το 2009. Τη θυμάμαι χαρακτηριστικά ως μια παραδειγματική έκθεση, που είχα πει, θυμάμαι, ότι έτσι θα ήθελα να είναι οι μουσειακές επισκέψεις.

Έξω από το μουσείο, υπάρχει μια πραγματικότητα λιγότερο ένθερμη, λιγότερο αισθαντική. Υπάρχει μια ασυνέχεια, θα λέγαμε. Τα παιδιά σίγουρα αντιλαμβάνονται την τέχνη ως καταφύγιο.

Ο χώρος του μουσείου είναι ένα ασφαλές καταφύγιο και το λέμε και στα παιδιά αυτό, ενώ πάντα τα ενημερώνουμε ότι μέχρι τα 25 τους χρόνια είναι ελεύθερη η είσοδός τους στο μουσείο. Και θέλουμε να λειτουργεί και γι’ αυτά ως ένας ασφαλής χώρος, στον οποίο είναι πάντα ευπρόσδεκτα. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τελευταίου έργου, που έχει προστεθεί στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Είναι ένα έργο του 2020: Οι «Κολυμβητές κάτω από το νερό» της Μαρίας Φιλοπούλου. Αυτό το έργο, που φτιάχτηκε την περίοδο του Covid, το αναφέρουμε πολύ συχνά στα παιδιά ως ένα παράδειγμα ότι σε μια εποχή δυσκολίας, που ο κόσμος φαίνεται αφιλόξενος κι απρόβλεπτος, μπορεί ένα τέτοιο έργο ή ένα μουσείο, όπως η Πινακοθήκη, να λειτουργήσει ως καταφύγιο, ως ένας ασφαλής χώρος, που μπορείς να βασίζεσαι πάνω του.

Σας ευχαριστώ θερμά!

Κι εγώ!

Η Χριστίνα Μπότσου είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και μουσειοπαιδαγωγός στην Εθνική Πινακοθήκη. Έχει συνεργαστεί ως μουσειοπαιδαγωγός με φορείς όπως το Athens Art Book Fair και το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη. Διδάσκει Στοιχεία και Τεχνικές των Εικαστικών Τεχνών στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Σύγχρονες Τάσεις στη Διδακτική της Τέχνης στο ΠΜΣ Τέχνες και Εκπαίδευση του ΑΚΤΟ Art & Design.

*Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Λεωφ. Βασιλέως Κωνσταντίνου 50, Αθήνα

[mc4wp_form id="278"]