
Μια φήμη θέλει το Αιτωλικό (κωμόπολη, δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μεσολογγίου) να ξεκινά ως συστάδα 4-5 μικρών νησίδων, που κατά την αρχαιότητα έμειναν ακατοίκητες καθώς τον χειμώνα καλύπτονταν από τα νερά της λιμνοθάλασσας. Το πιθανότερο είναι ότι το νησί προέκυψε σε ακαθόριστο χρονικό σημείο του Μεσαίωνα, από ντόπιους ψαράδες, που, έχοντας ήδη εποχικές βάσεις εκεί, προχώρησαν σε επιχωματώσεις και συνδέσεις των αρχικών νησίδων με ξύλινα γεφύρια.
Το Αιτωλικό το αγάπησα πριν το γνωρίσω. Ήταν η πατρίδα ενός αγαπημένου μου ανθρώπου κι αυτό αρκούσε. Πώς μπορούσα να κάνω αλλιώς;
Ήξερα τα ξύλινα παράθυρα των σπιτιών –εκείνων των σπιτιών, που νομίζεις ότι καταρρέουν, αλλά έχουν ακόμη περίσσευμα ζωής. Ήξερα τους αέρηδες και την υγρασία, αλλά και την επιμονή της άνοιξης και τις αγριόχηνες, τα φοινικόπτερα και τους ερωδιούς.

Και τους ανθρώπους. Τον ανθοπώλη με τις φρέζιες, την καλύτερη μαγείρισσα («θα σου φτιάξω χέλια στη σούβλα και θ’ αλλάξεις γνώμη, καμάρι μ’», τα παιδιά, τις γυναίκες που πενθούν, τις παρέες που πίνουν ελληνικό καφέ σε ψηλοτάβανα καφενεία.
Και ήρθε η ώρα να πατήσω το πόδι μου σε αυτή τη «Νερένια πολιτεία» και δεν ξέρω πώς έτυχε και ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι όλο έτσι συνέβαινε και κάθε Μεγάλη Παρασκευή ήμουν εκεί. Τρώγαμε αργά – αργά, μιλούσαμε. Στο ίδιο στενάκι, στο ίδιο στέκι, φορώντας πάντα κάτι ζεστό στους ώμους γιατί έκανε κρύο. Ακόμη κι αν ήταν Μάης. Αυτές τις συγκεκριμένες Παρασκευές είχε πάντα κρύο.

«Ωραίο τ΄Αντλικό, ε»; (παλιότερη ονομασία του Αιτωλικού. Ίσως ετυμολογικά η λέξη να προέρχεται από το ρήμα αντλώ – αντλικό , τόπος που αντλείται νερό, αφού το νησάκι μόλις ήταν υψηλότερο από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα όπου και να έσκαβες λίγο έβγαινε νερό).
«Θα το γρικήσ’ η γειτονιά
θα το βουήξ’ η χώρα
τα περιβόλια στ’ Αντλικό
στο Μεσολόγγι οι μώλοι…»
Η κυρία Α., ετών 86, απαγγέλλει. Ακούγονται καμπάνες, κάθε τόσο. Σταματά, κάνει τον σταυρό της, συνεχίζει την απαγγελία. Μυρίζουν τα γαρύφαλλα. Κάτι μας λέει για τον Παλαμά. Τον ξέρει πολύ καλά.
«Και του χρόνου, την ίδια μέρα, πάλι εδώ. Να μας έρθετε. Έχετε δει τα φλαμίνγκο; Να πάμε στα Ρεμπάκια. Να σας δείξουμε και τα γεφύρια».
Όλα θα γίνουν.
Και έγιναν με μια απουσία. Και στο Αιτωλικό βρέθηκα ξανά άνοιξη. Κι όλα ήταν αλλιώς. Μια ομορφιά κανονισμένη από την ίδια τη φύση να σπρώχνεται στο κενό από έναν άδικο θάνατο.
Μπήκα σε μια φωτογραφία ασπρόμαυρη. Ένα δημοτικό τραγούδι από τα χώματα της ιστορίας. Άνθρωποι που κρατούν το καπέλο τους στο ύψος του στήθους.
«Αχ τώρα στα ξεχωρίσματα έλα, γιε μου, να φιληθούμε».
Και η λιμνοθάλασσα να αστράφτει. Ένα παιδί χαζεύει τους ερωδιούς. Το αλάτι μοιάζει με βουνοκορφή στα Βαρδούσια. «Κι εσύ πέθανες άνοιξη, μωρέ».
«Το αυγοτάραχο είναι τα αυγά του θηλυκού ψαριού κέφαλου ή μπάφας, που παστώνονται». Συνεχίζω να κάθομαι στο ίδιο στέκι και να μιλάω σαν ντόπια. Σαν να θέλω να συνεχίσω ό,τι έμεινε στη μέση. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφέρεται στις ψαροκαλύβες, τις πελάδες. Ο Νίκος άραγε ευθύνεται γι’ αυτό; Χαμογελάω.
Το Αιτωλικό, το πανέμορφο Αιτωλικό, δυσφορεί στην απουσία. Έτσι ακόμη και τον Ιούλιο, κρατάει ένα κομμάτι από την γόνιμη γη του, που να μοιάζει με μοιρολόι.
Σαν Μεγάλη Παρασκευή.
*Πηγή φωτογραφιών: Shutterstock