Η πρώτη ποιητική συλλογή της «Και ο κόσμος τι θα πει;», που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική, την οδήγησε στο Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2024. Εβδομήντα κάτι σελίδες απτής καθημερινότητας, μέσα από ένα απτόητο βλέμμα. Η κάθε επόμενη μέρα έχει περισσότερη ζωή από την προηγούμενη. Αλλά ζωή με όλες τις «ετερόκλητες πατρίδες», που φιλοξενούν το πέρασμά μας. Στη συζήτηση που ακολουθεί με την συγγραφέα Σταυρούλα Παπαδάκη μιλήσαμε για όλα αυτά τα ωραία, που ακόμη κι ένα οχτάχρονο παιδί θέλει να μάθει, ξέροντας από πάντα ότι «η ποίηση είναι όλο ουσιαστικά και ρήματα».

Σταυρούλα, θα ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε εντύπωση, τις προαλλες. Παιδιά της Τρίτης Δημοτικού μαθαίνουν τα χαϊκού και τον Σεφέρη. Ένα από αυτά τα παιδιά, ένα κορίτσι, μου ανέφερε την κουβέντα του ποιητή ότι «η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα». Ακολούθησε σιωπή. Για να μου συμπληρώσει στο τέλος «εγώ ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό». Εισερχόμαστε στο ποιητικό σύμπαν τόσο απλά, σαν να μπαίνουμε στο νερό;

Τι ωραίο στιγμιότυπο αυτό! Θα ήθελα να πάρω αγκαλιά αυτό το κορίτσι, να κάτσουμε σε ένα ηλιόλουστο σκαλοπατάκι του σχολείου, να φάμε κουλούρι και να συζητήσουμε για ό,τι θέλει και σκέφτεται. Η φράση «η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα» συμπληρώνεται από την αγωνία της ερώτησης «και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε»;. Νομίζω, λοιπόν, πως ναι, εισερχόμαστε στο ποιητικό σύμπαν τόσο απλά, όπως εισερχόμαστε στον κόσμο με την αναπνοή μας. Η ποίηση, με άλλα λόγια, έχει τις ρίζες της στη ζωή, στο να βλέπουμε γύρω μας, στο να συντονιζόμαστε με το «εδώ» και το «τώρα». Το θέμα είναι πως μεγαλώνοντας, περνώντας από την τρίτη δημοτικού στις υπόλοιπες τάξεις της ζωής, αρχίζουμε να γνωρίζουμε περισσότερα, να απομυθοποιούμε, να πονάμε, να φοβόμαστε κι εν τέλει, χάνουμε την πνοή, τη φλόγα της ψυχής μας, την επαφή μας με την ουσία της ζωής, με την ποίηση. Τρέχουμε να προλάβουμε, ασθμαίνουμε και προσπερνάμε το λουλούδι που φυτρώνει στο τσιμέντο, την μπουγάδα που μαρτυρά ποιοι ζουν μέσα στο σπίτι. Είναι σημαντικό για μένα να αντιστεκόμαστε σε αυτό, να προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανά τα «τριτάκια» μέσα μας που «ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει αυτό» (που είπε ο Σεφέρης).

Πόσο σημαντικό όλο αυτό για την ίδια τη ζωή. Εσύ πότε ξεκίνησες να γράφεις; Θυμάσαι πώς «άνοιξε η πόρτα»;

Στο νήπιο, έλεγα πως ήθελα να έχω βιβλιοπωλείο και πριν μάθω ακόμα να γράφω, αντέγραφα παραμύθια σε δικές μου αυτοσχέδιες εκδόσεις. Έλεγα πως είναι δικές μου και προσπαθούσα να τις πουλήσω σε συγγενείς (ζητώ συγγνώμη στους συγγραφείς και στους συγγενείς για αυτή την απάτη). Ύστερα, πάλι στο νήπιο, είχα την τύχη να γνωρίσω τη Μαριανίνα Κριεζή, με αφορμή το βιβλίο της «Είμαι ένας βάτραχος μικρούλης, ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης», το οποίο είχα λατρέψει. Τη ρωτούσα πώς το σκέφτηκε το παραμύθι, ζήλευα και ήθελα να το κάνω και εγώ. Έγραφα παραμυθάκια λοιπόν σε όλο το δημοτικό, μέχρι που, έκτη δημοτικού-πρώτη γυμνασίου, άρχισα τους στίχους. Δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Έγραφα σκόρπια σε βιβλία, τετράδια, χαρτάκια. Για καλή μου τύχη, κάποιο χαρτάκι έπεσε στα χέρια μιας φανταστικής γυναίκας, της κας Κατερίνας Μαυροειδή, που ήταν η καθηγήτριά μου στη λογοτεχνία. Αυτή η γυναίκα πρωτοπίστεψε σε μένα, μου πρότεινε βιβλία, μου έμαθε τον Ελύτη, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ιωάννου, τον Τζον Φόουλς. Με παρότρυνε να πάρω μέρος σε έναν σχολικό διαγωνισμό γραφής, μού «άνοιξε την πόρτα» και της είμαι ευγνώμων.

Πολύ ωραία αρχή! Υπάρχουν σταθερές που διαχρονικά σε εμπνέουν;

Με εμπνέουν πάντα οι άνθρωποι και οι ζωές τους.
Με εμπνέει πάντα η Αθήνα και το κέντρο της.
Με εμπνέουν πάντα τα καλά βιβλία και οι ταινίες.
Με εμπνέει η μουσική.

Χρειάζεται κανόνες η ποίηση; Εσύ, στο ξεκίνημά σου, τους αναζήτησες;

Πιστεύω σε αυτό που λένε για τις περισσότερες τέχνες, πως είναι σημαντικό πρώτα να μάθεις την τεχνική, τους κανόνες και ύστερα, αν θες, δοκιμάζεις να τους σπάσεις, πειραματίζεσαι, παίζεις. Στο ξεκίνημά μου, βαριόμουν πολύ με τους κανόνες, δεν είχα την υπομονή να τους μάθω, αποζητούσα το παιχνίδι. Όμως, είδα πως αυτή η ανυπομονησία, μού στερούσε σημαντικά εργαλεία. Τους αναζήτησα, λοιπόν, τους κανόνες, στη Φιλοσοφική Σχολή, σε προσωπικά μου διαβάσματα, στο Ποιητικό Εργαστήρι του Τάκη Σινόπουλου, που είχα την τύχη να φοιτήσω για ένα διάστημα.

Στη Φιλοσοφική Σχολή, βρήκες την ελευθερία, που είχες στον νου σου;

Όχι, δεν τη βρήκα. Ήμουν ένα χαμένο παιδί που αγαπούσε πολύ τις λέξεις και δεν ήξερε τι να κάνει με αυτές για να μπορεί στο μέλλον να ζήσει από αυτές. Βρέθηκα στη Φιλοσοφική, γιατί από τη μία πίστευα πως σε αυτή θα έβρισκα τον κύκλο των χαμένων ποιητών και κάπως θα ένιωθα λιγότερο μόνη κι από την άλλη, πως θα μπορούσα να μάθω καλύτερα την ελληνική γλώσσα και κατ’επέκταση, να δουλέψω ως καθηγήτρια εμπνέοντας παιδιά, αποκτώντας μια κάποια οικονομική ανεξαρτησία. Εν τέλει, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική από τη φαντασία μου.

Πήρα πολλά πράγματα από τη σχολή. Γνώρισα δύο-τρεις ανθρώπους, που αγαπώ και εκτιμώ μέχρι και σήμερα και συνειδητοποίησα πως την ελευθερία δεν τη βρίσκεις σε κάποια σχολή ή συγκεκριμένα σε κάποιο μέρος, τη φτιάχνεις σιγά-σιγά μόνος σου.

Και στα 34 σου χρόνια, έρχεται ένα σημαντικό βραβείο. Πώς ένιωσες, όταν σου ανακοιννώθηκε; Τι σημαίνει τελικά ένα βραβείο;

Η ανακοίνωση του βραβείου ήρθε σε μια περίοδο της ζωής μου με πολλές αλλαγές και μια μεγάλη στεναχώρια. Ήρθε, λοιπόν, σαν αντίβαρο και μου έμαθε πως οι λύπες και οι χαρές που συνυπάρχουν είναι εν τέλει αυτό που λέμε «ζωή». Το νέο το έμαθα από φίλους και δεν το πίστεψα. Νόμιζα πως με τρολάρουν. Για κάποιες μέρες μετά την ανακοίνωση, έκανα σαν να μην είχε συμβεί, κάπως φοβόμουν να χαρώ. Μετά χάρηκα, δε γίνεται να μη χαρείς με μια αναγνώριση. Τα βραβεία πιστεύω πως
λειτουργούν σαν παρακινητικό χτύπημα στην πλάτη, σε σπρώχνουν να συνεχίσεις. Είναι ένα νεύμα συγκατάβασης και αναγνώρισης και ειδικά στα πρώτα σου βήματα, που δεν πολυπιστεύεις στον εαυτό σου, είναι πολύ σημαντικό αυτό.

Από την άλλη, τα βραβεία είναι και λίγο συγκυριακά και παίζουν πάρα πολλοί παράγοντες ρόλο. Πρέπει να πέσει το βιβλίο σου στα χέρια της επιτροπής, έχει να κάνει με το πλήθος των πρωτοεμφανιζόμενων βιβλίων της χρονιάς, με την ηλικία που σου επιτρέπει να ανήκεις στην κατάλληλη λίστα. Είναι πολλά τα κριτήρια και γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε πιο προσγειωμένοι και ταπεινοί. Χαίρομαι πολύ που το βιβλίο μου έφτασε ως εδώ, είμαι πραγματικά ευγνώμων, αλλά ως εκεί. Το θέμα είναι να παίρνουμε δύναμη από αυτά και να συνεχίζουμε.

Με τι ρυθμούς γράφεις; Σου βγαίνει πάντα το πλάνο;

Η δουλειά και η καθημερινότητά μου έχουν πολύ γράψιμο, πολύ πλάνο και πολύ γρήγορους ρυθμούς, οπότε στα προσωπικά μου γραψίματα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Θα ήθελα να το διορθώσω κάπως αυτό και να φτιάξω μια καλύτερη ισορροπία. Από την άλλη, έχω αποδεχτεί πως λειτουργώ με περιόδους που απλά παρατηρώ και συλλέγω ερεθίσματα, σκέψεις και ύστερα έρχονται περίοδοι που έχουν κάπως ωριμάσει αυτά που θέλω να πω, ξεχειλίζουν και απλά αποσύρομαι και γράφω με μανία καθημερινά.

Ανυπομονείς για το επόμενο βήμα;

Θα έλεγα πως είμαι περίεργη να δω ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.

Ποιος/ποια θα ήθελες να υπήρχε -έστω και για λίγο- στο παρόν για να του εμπιστευθείς την πρώτη ανάγνωση; Σε ποιους την εμπιστεύεσαι γενικά;

Πολλοί και πολλές μου έρχονται στο μυαλό. Αν δεν πέθαινα από την αγωνία μου πριν τους τα εμπιστευθώ, θα τα εμπιστευόμουν στην Τζένη Μαστοράκη και στον Μάνο Χατζιδάκι. Γενικά, αποφεύγω να μοιράζομαι τα γραπτά μου όσο σχηματίζονται, γιατί επηρεάζομαι από τις γνώμες των σημαντικών άλλων και κάπως αλλοιώνεται αυτό που εγώ θέλω να πω. Πάντα δειλά, τα εμπιστεύομαι σε δικούς μου ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το γράψιμο, γιατί με ενδιαφέρει να δω ή να μου πουν άφιλτρα πώς νιώθουν και όχι τι κατάλαβαν.

«Όλα αντέχονται εκτός από την αβάσταχτη πίκρα των θυσιασμένων», γράφεις. Και έπρεπε να το δω γραμμένο για να αντιληφθώ το ακριβές σχήμα του θυσιασμένου ανθρώπου.

Χαίρομαι που συνέβη αυτό. Η αλήθεια είναι πως και εγώ προσπαθώντας να το κατανοήσω, το έγραψα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως, ήθελα να βρω έναν τρόπο να έρθω πιο κοντά στους «θυσιασμένους» της ζωής μου, χωρίς να χρειάζεται να τους αντέχω πια.

Δεν έχω διαβάσει, τελευταία, πιο πλήρη ποιητική συλλογή. Όλη η ζωή σε εικόνες, ήχους, σιωπές και διαπιστώσεις. Πού έγραφες; Ποιες ώρες; Ποια εποχή;

Σε ευχαριστώ πολύ, με τιμά πραγματικά αυτό που λες. Γράφω στο μυαλό μου πρώτα, στο λεωφορείο, το μετρό, στη λαϊκή, στη βόλτα με τον Βλάσση (τον σκύλο μου) και ύστερα, στο γραφειάκι μου, στο σπίτι μου, στο Γκύζη. Συνήθως, βράδια, όταν ο κόσμος σταματά κάπως να κινείται. Συνήθως, το φθινόπωρο και την άνοιξη, που όλα είναι μεταβατικά.

Αυτή η άνοιξη μπήκε με όλη της την κυριολεξία. Και με μια φόρα: καθετί άδικο να κατακερματιστεί. Είσαι αισιόδοξη;

Μακάρι κάθετί άδικο να κατακερματιστεί. Βρίσκω νόημα σε αυτόν τον αγώνα και σε κάθε αγώνα που μάς υπενθυμίζει το ουσιαστικά ανθρώπινο, τη δύναμη της αλληλεγγύης. Πιστεύω πως όσοι έχουμε επαφή με την πραγματικότητα και τη φθορά του κόσμου μας, χάνουμε συχνά την αισιοδοξία μας. Εγώ προσπαθώ να το «γυρίζω» αυτό το συναίσθημα. Θέλω να είμαι συνειδητά αισιόδοξη, γι’αυτό αναζητώ και επιδιώκω καθημερινές στιγμές σύνδεσης και καλοσύνης. Επιδιορθώνω με αυτόν τον τρόπο την πίστη μου στο καλό.

[mc4wp_form id="278"]