Ήθελα πολύ καιρό να μιλήσω με τον Βασίλη Σφακιανόπουλο, τον εμπνευστή της κοινότητας “Save Your Hood”, που όπως όλοι «οι ωραίοι τρελοί», είχε την ιδέα και τον τρόπο. Έτσι, την τελευταία πενταετία, έχει καταφέρει να φτιάξει μια ισχυρή ομάδα, οπότε και οι μαζικές δράσεις καθαρισμού -και όχι μόνο- σε ολόκληρη τη χώρα, που είχε στον νου του, πήραν σάρκα κι οστά. Τα χέρια τους έχουν αγκαλιάσει χιλιάδες ζώα, που κινδύνευσαν στις φλόγες, η ψυχή τους έχει κινητοποιήσει άπειρο κόσμο να κάνει το ίδιο. «Όλα είναι απλά», έτσι λέει ο Βασίλης. Αρκούσε μια στιγμή σε μια γνώριμη γειτονιά, για να στραφεί το βλέμμα σε θάλασσες και βουνά, σε ποτάμια και λίμνες, σε δάση, πάρκα, δρόμους. Σε πόλεις και χωριά. Γιατί η καθημαγμένη ομορφιά, που μας περιβάλλει, έχει πολύ θάνατο μέσα της και είναι καθήκον μας να αντιδράσουμε σε αυτό.

Βασίλη, κατάλαβα πολύ περισσότερα για σένα, όταν σε είδα σε μια φωτογραφία, κι ενώ είχαν προηγηθεί οι συνήθεις καταστροφές του καλοκαιριού, να κρατάς στο χέρι σου μια χελώνα. Κι έχοντας στο πρόσωπό σου το χαμόγελο του παιδικού θριάμβου. Θα ήθελα να μου πεις πώς ξεκίνησαν όλα όσα τώρα πια συγκροτούν τον απόλυτα δικό σου δρόμο.

Βοηθούσα πάντα, πηγαίνοντας όπου υπήρχε ανάγκη. Ταξίδευα στις «υποανάπτυκτες χώρες» και προσπαθούσα να δώσω όλο μου το «είναι», θεωρώντας –πολύ λαθεμένα όμως- ότι προέρχομαι από καλύτερες συνθήκες. Στην καραντίνα, όπως κάναμε όλοι μας τότε, «περιορίστηκα» στη γειτονιά μου, την οποία άρχισα να ανακαλύπτω ξανά (είναι πολύ κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσα). Άρχισα, λοιπόν, να βγαίνω στα σημεία, που είχα να βγω από παιδί και η σύγκριση ήταν τεράστια. Το πόσο είχε παρακμάσει ο τόπος, το πόσο λάθος ήταν όλο. Όχι μόνο σε σχέση με το θέμα των σκουπιδιών. Αλλά και με το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν μεταξύ τους άγνωστοι. Υπήρχε μια αποξένωση. Ενώ εγώ μεγάλωσα σε μια πολύ ζεστή γειτονιά. Ειδικά, με μια αφορμή ενός πιτσιρικά, που πέταξε ένα σκουπίδι μπροστά μου, με τη δικαιολογία ότι «Μα, καλά δε βλέπεις τι γίνεται; Το δικό μου σκουπίδι σε πείραξε»; Κάπου εκεί, «μου γύρισε», έγινε ένα τεράστιο κλικ, γέμισα θυμό, που ευτυχώς με τροφοδότησε για κάτι θετικό. Δεν είπα τίποτα στον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά μετά από αυτό το περιστατικό, αποφάσισα ότι θα υιοθετήσω τη γειτονιά μου. Δηλαδή, θα την προσέχω με κάθε τρόπο, μέχρι να τη φέρω σε μια «εντάξει» κατάσταση για μένα.

Από τον «μικρόκοσμο του Εγώ, στον πλανήτη του Εμείς», που λένε και τα μικρά παιδιά.

Ναι, ακριβώς. Έκανα ένα κάλεσμα σε φίλους, αρχικά. Μαζευτήκαμε εφτά άτομα και επιχειρήσαμε τον πρώτο καθαρισμό στο σημείο που ο άνθρωπος, που προ-ανέφερα, πέταξε το σκουπίδι του. Και μετά το χάος. Αμέσως καταλάβαμε ότι χρειάζονται πάρα πολλές δράσεις εκεί στο συγκεκριμένο μέρος γιατί ήταν τεράστιο το πρόβλημα. Οπότε κάναμε κι άλλο κάλεσμα, με πάρα πολλούς συμπολίτες να ανταποκρίνονται. Σε αυτούς που ήταν στη γειτονιά μου έλεγα το απλό «είναι ανάγκη, ελάτε». Σε εκείνους που δεν ήταν κοντά, πρότεινα να ξεκινήσουν από τη δική τους γειτονιά. Στην αρχή, υπήρχε ο φόβος του άγνωστου, ο οποίος όμως κι έφυγε γρήγορα. Αμέσως, έβγαλα έναν πολύ απλό μηχανισμό με το τι χρειάζεται, ποιες είναι οι οδηγίες, ώστε να μπορούν όλοι να συντονίζονται, από όπου βρίσκονται. Έτσι ουσιαστικά φτιάχτηκε η κοινότητα “Save Your Hood”. Από την αρχή, οι εθελοντές που δήλωναν ενδιαφέρον ήταν χιλιάδες.

Είχες ένα όνειρο, έναν στόχο. Έστειλες ένα κάλεσμα και αντιλήφθηκες ότι δεν είσαι μόνος. Πώς ένιωσες;

Προφανώς ήταν κάτι που με συγκλόνισε. Ανέλαβα τεράστια ευθύνη, έβαλα ένα τεράστιο βάρος στις πλάτες μου, που δεν το περίμενα. Αλλά ήταν τόση η συγκίνηση, που με τροφοδοτούσε ταυτόχρονα.

Τι χρειάζονταν τελικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι για να κινητοποιηθούν;

Δεν είχαν αντιληφθεί πόσο απλό είναι όλο. Και ότι ανήκουν σε ένα γενικότερο σύνολο ανθρώπων, που δρουν το ίδιο. Στην αρχή, σίγουρα παρακινήθηκαν «οι τρελοί του χωριού». Οι άνθρωποι, που έτσι κι αλλιώς λειτουργούν έτσι. Και συνειδητοποίησαν ότι «εδώ, υπάρχει μια κοινότητα». Και μετά φυσικά ακολούθησαν κι άλλοι.

Γενικά, όμως, αυτό το ανθρώπινο δυναμικό μειώνεται ανάλογα με τις προτεραιότητες. Τώρα, πχ, υπάρχει μια έξαρση πάλι, τώρα δηλαδή που ανοίγει ο καιρός. Το καλοκαίρι όμως φθίνει αυτό. Γιατί είναι περίοδος διακοπών κι, όπως είπα, οι προτεραιότητες αλλάζουν. Είναι ένα κομμάτι, που σίγουρα έχει να κάνει με τις εξελίξεις.

Ο σταθερός πυρήνας όμως υπάρχει πάντα.

Ναι, υπάρχει ένας τεράστιος πυρήνας ακόμη. Υπάρχει και μια πιο κλειστή κοινότητα, που είμαστε οικογένεια πια.

Και δεν υπολογίζετε δυσκολίες και ό,τι άλλο μπορεί να φαίνεται ως εμπόδιο.

Όσο χειρότερες οι συνθήκες, τόσο λιγότερη και η συμμετοχή. Αλλά οι δράσεις και τα καλέσματα δεν παύουν ποτέ.

Τα βρήκατε ποτέ «σκούρα»;

Όσο μεγαλώναμε και μεγαλώνουμε, το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η αποδοχή και η κατανόηση της κοινωνίας γι’ αυτό που είμαστε. Δυστυχώς, ο Έλληνας κοιτάζει με «μικροσκόπιο» οτιδήποτε καλό γίνεται. Αυτή είναι η νοοτροπία. Μπορούν δηλαδή εγκληματίες, πολυεθνικές να κάνουν εκτρώματα στη χώρα, αλλά απέναντι στο όποιο καλό γίνεται, υπάρχει δυσπιστία. Όσο περισσότερο μεγαλώνουμε ως ομάδα, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε αυτό το κλίμα.

Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η βαθιά ριζωμένη κουλτούρα, που συγχέει το περιβάλλον με κάτι αιώνιο και την καλή πρόθεση με την υστεροβουλία (και όχι μόνο);

Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν, π.χ, ότι η ανακύκλωση είναι μια βιώσιμη λύση. Αυτό που αντιμετωπίζουμε στα σχολεία, όταν πηγαίνουμε, στα εκπαιδευτικά μας προγράμματα συνοψίζεται στη φράση «α, θα μας μιλήσουν για την ανακύκλωση». Όχι. Η ανακύκλωση δεν είναι λύση. Ακόμη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, που γίνονται στα σχολεία, είναι με λάθος στόχο. Ειδικά σε μια κοινωνία που το σύστημα διαχείρισης των αποβλήτων είναι εξαιρετικά υποανάπτυκτο. Είμαστε πάρα πολύ πίσω στο σύστημα για να μπορέσει να περάσει και στη νοοτροπία μας σωστά. Χρειάζεται να γίνουν βήματα προς κάθε κατεύθυνση. Κι αυτό που γίνεται, ειδικά στις χώρες που είναι πιο πίσω, είναι να στρέφονται προς τη μείωση των απορριμμάτων, που εκεί βρίσκεται η μαγεία. Όσο περισσότερα παράγουμε, τόσο περισσότερα σκουπίδια θα προκύπτουν. Όταν ανακυκλώνεται μόνο το 9% παγκοσμίως και στην Ελλάδα είμαστε ακόμη πιο πίσω από αυτά τα ποσοστά – ό,τι και να δηλώνουμε ως κράτος-  τόσο περισσότερο πρέπει να στραφούμε προς αυτή την αλλαγή της νοοτροπίας. Δεν είναι εύκολο γιατί είναι επίσης στο dna μας να μιμούμαστε συμπεριφορές που κάνουν πιο απλή τη ζωή μας. Το να παίρνεις έναν καφέ στο χέρι από οπουδήποτε, βολεύει. Το να πετάς το σκουπίδι σου με το που τελειώνει ο καφές, βολεύει. Οτιδήποτε άλλο, το να έχεις ας πούμε το θερμός μαζί σου, να το πλένεις, να το έχεις συνέχεια μαζί σου, να μην το πετάς μετά, να το κρατάς, είναι κάτι πιο δύσκολο.

Θυμάμαι ακόμη την περιγραφή της εμπειρίας σου, όταν έφτασες σε μια παραδεισένια παραλία της Εύβοιας, που πνιγόταν όμως από το σκουπίδι. Η χροιά της φωνής σου είχε πολύ πείσμα, το αποτέλεσμα ήταν όπως το ονειρεύτηκες, οπότε δεν πρόλαβα να θυμώσω. Τι γίνεται με την ομορφιά; Γιατί πρέπει, πάση θυσία, να χτυπιέται αλύπητα;

Όταν έφτασα σε αυτή την παραλία, έπαθα κυριολεκτικά σοκ. Στην ίδια παραλία, έβλεπες ανθρώπους που έστηναν τη σκηνή τους ακριβώς μπροστά από τα σκουπίδια. Τους έβλεπες, επίσης, να παίρνουν αυτά τα σκουπίδια και να τα βάζουν ακριβώς από πίσω τους. Με λίγα λόγια, «ας μη βλέπω εγώ από τη σκηνή μου αυτό το χάλι, αλλά δε θα κάνω και κάτι γι’ αυτό». Κι έπειτα, «ε, δεν πειράζει να προστεθούν και τα δικά μου σκουπίδια».

Βασίλη, τι αντιμετώπιση έχουν οι δράσεις; Δεν αναφέρομαι στον απλό κόσμο.

Κι εδώ υπάρχουν δύο κατηγορίες. Οι περισσότεροι δήμοι μας βοηθούν σε οτιδήποτε κάνουμε. Κάποιοι άλλοι μας αναγνωρίζουν πιο επίσημα. Όχι ότι μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Εμείς κρατάμε αποστάσεις, προφανώς γιατί δεν αντικαθιστούμε το έργο τους. Μας νοιάζει να πιέζουμε ώστε να εφαρμόζονται καλύτερες πρακτικές. Είναι βέβαια κι εκείνο το κομμάτι που μας βλέπει σαν εχθρούς.

Ότι τι δηλαδή;

Ότι εκθέτουμε τα χάλια τους. Και τους αναγκάζουμε να πληρώνουν και παραπάνω στις χωματερές. Όταν εμείς μαζεύουμε ένα σκασμό σκουπίδια, τόνους, κι έπειτα όλα αυτά πρέπει να πάνε στη χωματερή, οι υπεύθυνοι, με τη σειρά τους, πρέπει να πληρώσουν για το βάρος αυτών. Πολλούς τους βολεύει που υπάρχουν αυτοί οι πυρήνες, κάποιοι άλλοι προφανώς αναγνωρίζουν τις παθογένειες που έχουν και μας υποστηρίζουν όσο μπορούν.

Κατάλαβα. Μίλησέ μου και για το Μουσείο Σκουπιδιών με τα αναλλοίωτα εκθέματα. (οι οδοντόκρεμες του 1985 από ποια αιωνιότητα είναι φτιαγμένες, άραγε;)

Τώρα βρισκόμαστε στο Φεστιβάλ Εθελοντισμού του Skywalker, στο Αμαξοστάσιο, όπου ένα κομμάτι του μουσείου μας υπάρχει εκεί. Προς το παρόν, πρόκειται για ένα φορητό μουσείο. Υπάρχουν κανονικά τα εκθέματα με τις ταμπελίτσες τους. Και σε κάθε αφορμή, έχουμε ένα τραπέζι, στο οποίο εκθέτουμε τα πιο παράξενα, τα πιο παλιά ή και τα δύο.

Ποια είναι τα όνειρά σου γύρω απ’ αυτό που, με τόση πίστη και μεράκι, έχεις στήσει ;

Λοιπόν, από εδώ και πέρα, ξεκινά η «σεζόν», ας το πούμε έτσι, του “Save Your Hood”. Ξεχυνόμαστε παντού και καθαρίζουμε. Τώρα που καλυτερεύει ο καιρός, όλα είναι πιο εύκολα. Την περασμένη Κυριακή, ήμασταν στα Χανιά. Στα νησιά, ιδίως στα τουριστικά, αν δεν «πατήσει» ο Μάης, δεν καθαρίζεται τίποτα. Ούτε οι επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται τις παραλίες, κάνουν κάποια κίνηση. Αυτό που έχω ως όνειρο είναι όλο αυτό να με ξεπεράσει. Ακόμη δυστυχώς, και το λέω γιατί προφανώς με επιβαρύνει, αλλά και το υπερ-αγαπώ συνάμα όλο αυτό-, αν δεν κουνηθώ εγώ να είμαι συνεχώς στην πρώτη γραμμή, δεν τσουλάει τόσο καλά το πράγμα.

Όπως συμβαίνει συνήθως. Είναι αναγκαίο να πρωτοστατεί ο πιο ξαναμμένος.

Χα, χα! Έτσι είναι. Υπάρχει όμως ελπίδα. Σιγά σιγά, μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα. Ελπίζω να μην κουραστούμε ποτέ. Και να κυνηγάμε πάντα τα όνειρά μας.

Τα όνειρά μας. Την ήθελα πολύ αυτή τη συζήτηση. Σε ευχαριστώ!

Κι εγώ!

[mc4wp_form id="278"]