Αν ήταν όλη της η ζωή να χωρέσει σε μια εικόνα, αυτή θα ήταν το ασπρόμαυρο περπάτημά της στα Εξάρχεια του 1955, στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ήταν ήδη 35 χρόνων, με πάρα πολύ κοντά, ξανθά μαλλιά και ρούχα που ανέπνεαν. Χωρίς ιδιαίτερο βάρος στους ώμους και στον λαιμό.

Νομίζω ότι αυτή ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Γεννημένη για να διανύσει τη γη, με ένα κόκκινο φόρεμα, στο ύψος ενός κόσμου που συμμετέχει στην ιστορία και στον ήχο της σύγκρουσης.

Ζώντας συναρπαστικά και το ωραίο και το δύσκολο, έγινε πολύ γρήγορα η καινούρια όψη της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που μπορούσε να διεκδικήσει ακόμη και με το γέλιο της. Το δυνατό και διαπεραστικό γέλιο.

31 χρόνια από τον θάνατό της (6 Μαρτίου 1994) και 105 από τη γέννησή της (18 Οκτωβρίου 1920), η ύπαρξή της είναι ένας διαρκής αέρας.

Στην οδό Τσακάλωφ, στο πρώτο κλάμα. Στα φωτισμένα, ζεστά μάρμαρα. Στην Επίδαυρο. Στα νερά του Πειραιά. Το αμάνικο μπλουζάκι της Ντένης Βαχλιώτη σαν μικρή σημαία.

Στον χορό. Στη σύμπνοια. «Σαμιώτισσα, πότε θα πας στη Σάμο». Ο «Δικαστής». Και στο σύμπαν του Χατζιδάκι.

Σε ένα υπέροχο ιδίωμα για δικαιοσύνη και αυθυπαρξία.

Η «Στέλλα» ανεβαίνει τη Βασιλίσσης Σοφίας. Περνάει τα ανθοπωλεία. Κοιτάζει δεξιά. Συνεχίζει. Με αγέραστο περπάτημα. Μοιράζεται το θάρρος της.

Και αυτές τις μέρες, βρίσκεται μέσα στο πλήθος. Ξεχωρίζει (και) από το κόκκινο φόρεμα. Και από τα υψωμένα χέρια.

Και είμαστε ακόμη στα μισά του δρόμου.

[mc4wp_form id="278"]