
Το 1944, η τελετή των Όσκαρ έλαβε χώρο στο κινέζικο θέατρο «Grauman», στο Λος Άντζελες, λόγω του τεράστιου κοινού που την παρακολούθησε. Για πρώτη φορά, το κοινό ήταν στρατιώτες και νοσοκόμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στους οποίους μοιράστηκαν προσκλήσεις από τους διοργανωτές ως επιβράβευση για το έργο τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεγαλοπρεπής τελετή που παρακολουθούμε στις μέρες μας έχει ταπεινές ρίζες. Οι προσκεκλημένοι την αντιμετώπιζαν ως βραδινή έξοδο, ένα δείπνο μεταξύ φίλων και συνεργατών.
Το 1944, η Κατίνα Παξινού παρέλαβε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για την αμερικανική ταινία «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», που ήταν μεταφορά του λογοτεχνικού έργου του Χέμινγουέι. Η Ελληνίδα ηθοποιός είχε υποδυθεί την Ισπανίδα Πιλάρ και η υπόθεση εξελισσόταν στον ισπανικό εμφύλιο. Ήταν η πρώτη φορά που απονεμήθηκε το συγκεκριμένο Όσκαρ σε μη Αμερικάνο ηθοποιό και το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας που έλαβε Έλληνας καλλιτέχνης. Η σπουδαία ηθοποιός αφιέρωσε το βραβείο στους συνεργάτες της και την πατρίδα της, που βρισκόταν υπό καθεστώς κατοχής.
Από τον Πειραιά στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ
Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Μοναχοκόρη πλούσιας οικογένειας, του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου και της Ελένης Μαλανδρινού. Λόγω του ζωηρού χαρακτήρα της, οι γονείς της την έστειλαν εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας, όπου σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης, αλλά και σε αντίστοιχες σχολές της Βιέννης και του Βερολίνου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία, παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησαν δυο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα. Δυστυχώς η μία πέθανε πολύ νωρίς, γεγονός που δεν ξεπέρασε ποτέ. «Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα, θάβοντας αυτά τα παιδιά», θα έλεγε αργότερα.
Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν αυτός της «Βεατρίκης», στην ομώνυμη όπερα, που έγραψε ειδικά για την Παξινού ο φημισμένος συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος. Το έργο ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Για πρώτη φορά ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι στο Θέατρο Κοτοπούλη, στο έργο του Μπατάιγ «Γυμνή γυναίκα», που την καθιέρωσε ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων. Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη με τον οποίο συνεργάστηκαν στο θίασο του Αλέξη Μινωτή. Η γνωριμία της με τον τελευταίο εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο έρωτα, για επισφραγιστεί και με έναν γάμο το 1940. Εκείνες τις μαύρες εποχές θα φύγουν από την Ελλάδα και θα πάνε στην Αμερική.
Μετά από λαμπρές εμφανίσεις της στο Μπρόντγουεϊ, θα της δοθεί και η ευκαιρία να μπει στα κινηματογραφικά πλατό, τα οποία θα απογειώσουν τη φήμη της διεθνώς. Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξού και οι μόλις 11 ταινίες της.
Η ταινία «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα;» προτάθηκε για 9 Όσκαρ, αλλά τελικά θα κερδίσει μόνο ένα, αυτό του Β’ Γυναικείου Ρόλου με την Κατίνα Παξινού. Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη από την Ελλάδα. Λέγεται ότι όταν την πήραν τηλέφωνο από την Paramount και της πρότειναν τον ρόλο, νόμιζε ότι της έκαναν πλάκα. Την έπεισαν ότι μιλούν σοβαρά, της έστειλαν το σενάριο, το μελέτησε και τους απάντησε: «Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ, την ξέρω καλά. Δέχομαι τον ρόλο, αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω». Το δέχτηκαν!
Οι ενδυματολόγοι της ταινίας της έφτιαξαν τα ρούχα του ρόλου και εκείνη μόλις τα είδε τα απέρριψε. «Δεν είναι σωστά» τους είπε και τους καθοδήγησε η ίδια πώς θα φτιάξουν τα καινούρια, όπως ακριβώς τα ήθελε αυτή. Όταν άρχισαν τα γυρίσματα, είπε στον σκηνοθέτη: «Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω τον ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει».
Οι Αμερικανοί μπορεί να βλαστήμησαν για την επιλογή τους και για τις παραξενιές της, αλλά έφεραν ειδικά για αυτήν τρεις κάμερες για τα κοντινά, τα γενικά και τα υπόλοιπα πλάνα της. Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Το 1955 είναι μία ακόμη χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της πορεία, καθώς θα παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο στο εξαιρετικό φιλμ νουάρ «Ο Κύριος Αρκάντιν», μία παραλλαγή του «Πολίτη Κέιν», σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς. Ωστόσο, η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή της στο σινεμά θα σημειωθεί στο αριστουργηματικό δράμα του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του» το 1960, όταν η Παξινού θα ερμηνεύσει τη μάνα μιας οικογένειας που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ιταλικό Νότο για τον πλούσιο Βορρά.
Δίπλα της πρωταγωνιστούν οι Αλέν Ντελόν, Κλάουντια Καρντινάλε, Ανί Ζιραρντό, Ρενάτο Σαλβατόρι, αλλά και ακόμη ένας Έλληνας, ο νεαρός Σπύρος Φωκάς.
Με τον Όρσον Γουέλς είχε συνεργαστεί και στη Δίκη (The Trial, 1962), αλλά η σκηνή στην οποία εμφανίστηκε η Παξινού τελικά κόπηκε. Και παρότι η σκηνή δεν υπάρχει στην τελική μορφή της ταινίας, η Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρεται στους τίτλους. Η Κατίνα Παξινού έγραψε επίσης και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος».
Αν και στο Χόλιγουντ έκανε μεγάλη καριέρα, αρνιόταν πεισματικά να την μακιγιάρουν. Θεωρούσε ότι το μακιγιάζ κατασκευάζει μια πλαστή και κυρίως ομοιόμορφη για όλες τις γυναίκες ομορφιά, και αυτή δεν την ήθελε. Το Χόλιγουντ δεχόταν όλα τα καπρίτσια της.
Το τελευταίο χειροκρότημα
Η Παξινού έπαιξε σε μια και μόνο ταινία ελληνικής παραγωγής, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη κι έτσι θα κλείσει την καριέρα της στο σινεμά.
Αν και ήδη έχει καρκίνο, θα ανταπεξέλθει στα γυρίσματα υπομένοντας τους πόνους της ασθένειάς της. Ο καρκίνος καλπάζουσας μορφής, θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το τέλος της ζωής της, ενώ λίγο πριν φτάσει το μοιραίο, θα πρωταγωνιστήσει στο θέατρο και στο συμβολικό έργο «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το καλοκαίρι του 1972, όχι πάνω στη σκηνή, αλλά μπαίνοντας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου δοξάστηκε όσο καμία, για να παρακολουθήσει την τελευταία παράσταση της ζωής της. Το κοινό την χειροκροτούσε όρθιο για ώρα. Το ατελείωτο χειροκρότημα ήταν το καλύτερο αντίο σε μία σπουδαία ηθοποιό.
Με πληροφορίες από το NewsIt