
Άκουσα κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης να λέει τη φράση: «οι συγγενείς των νεκρών στο Μάτι δεν έκαναν έτσι!», συγκρίνοντάς τους με τους συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν στα Τέμπη.
Αλήθεια τώρα; Μπαίνει στη ζυγαριά ο ανθρώπινος πόνος; Το αίσθημα της δικαιοσύνης που νιώθει ένας άνθρωπος που έχασε έναν δικό του άνθρωπο με έναν φρικτά εγκληματικό τρόπο δε διακρίνει ποιος είναι στην εξουσία. Δεν υπάρχει η έννοια της ιδιοτέλειας στο κίνητρό του, όπως υπάρχει στη λογική και την αξιοπρέπεια του δικού σας κόσμου. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν και καμία οι θεσμοί σας και το «τείχος», που υψώνετε για να τους προστατεύσετε, όταν η αγανάκτησή του φτάνει μέχρι τα δόντια. Δεν έχουν καμία αξία τα επικοινωνιακά κόλπα και το damage control, όταν οι μπουλντόζες μαζί με το χώμα, σήκωναν και ανθρώπινα υπολείμματα. Και κυρίως δεν έχετε καμιά αξία εσείς οι ίδιοι μπροστά στην οργή των πολλών.
Η ιστορία των Τεμπών είναι ένα case study, που περιέχει όλες τις χαρακτηριστικές αρρώστιες του ελληνικού αστικού κράτους. Διαφθορά, ρουσφέτι, οικογενειοκρατία, απαξίωση κρίσιμων κοινωνικά δομών, ιδιωτικοποιήσεις, εξυπηρέτηση συμφερόντων, ανασφάλεια, διαπλοκή, συγκάλυψη ευθυνών, ατιμωρησία. Είναι μια τεράστια απόδειξη ότι όχι μόνο δεν τους ενδιαφέρει η ανθρώπινη ζωή, αλλά είναι αποφασισμένοι να πατήσουν μέχρι και πάνω στα κεφάλια μας για να διατηρήσουν αυτό που έχουν. Είναι ο κυνισμός που τον έχουν κάνει σημαία μην έχοντας κανένα όριο, ούτε καν το σεβασμό στη μνήμη των νεκρών.
Και όσο συνεχίζεται να μετριέται ο θρήνος με επικοινωνιακούς όρους, οι «άριστοι» να στύβουν το μυαλό τους για να περιορίσουν το πολιτικό κόστος, η κοινωνία βράζει. Η αίσθηση της αδικίας θεριεύει, η οργή μετατρέπεται σε συλλογική μνήμη και αυτή η μνήμη δεν θα σβήσει με μερικά προσχηματικά δάκρυα,στημένες συνεντεύξεις, απειλές και τσαμπουκάδες. Δεν μπορεί να σβήσει, γιατί δεν είναι απλά η τραγωδία των Τεμπών. Είναι τα διαλυμένα νοσοκομεία, τα ακριβά ενοίκια, τρόφιμα και η ακριβή ενέργεια, τα κακοσυντηρημένα σχολεία, η αδιαφορία για την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι ολόκληρη η χώρα που έχει γίνει ένας τόπος επικίνδυνος για όποιον δεν έχει την τύχη να ανήκει σε μια ομάδα προνομιούχων.
Επιχειρείται μια προσπάθεια να μετατραπεί η οργή σε παθητικότητα, να πειστούν οι άνθρωποι πως τίποτα δεν αλλάζει, πως έτσι λειτουργεί το σύστημα, πως έτσι ήταν πάντα. «Εμπιστευτείτε τη δικαιοσύνη που εμείς ορίζουμε την ηγεσία της και μην κατεβαίνετε στο δρόμο». Αλλά αυτή τη φορά, οι συνηθισμένες δικαιολογίες αρχίζουν να μην πιάνουν. Αυτή τη φορά, τα πρόσωπα των θυμάτων είναι εδώ, τα ονόματά τους χαράχτηκαν στη συλλογική μας συνείδηση. Αυτή τη φορά ο φόβος δεν αποτελεί εργαλείο στη θήκη τους.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για την εξουσία από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Και αυτοί οι άνθρωποι γίνονται ολοένα και περισσότεροι. Γιατί κάθε έγκλημα σαν κι αυτό δεν είναι μόνο μια απώλεια ζωής. Είναι κι ένας ακόμα λόγος για να πάψει ο κόσμος να ανέχεται. Είναι ένας ακόμα λόγος η οργή των νεκρών, εκτός από το να γίνει ο φόβος τους, να διαλύσει τη σιωπή, να γίνει κραυγή, λυγμός και λέξεις.