Όταν η Bridget Jones βγήκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους, η ιδέα μιας Τεξανής να ενσαρκώνει μια τέτοια βρετανική εικόνα δεν άρεσε σε όλους. Αλλά όλα αυτά άλλαξαν μετά την κυκλοφορία του “Bridget Jones’s Diary”, που είναι ήδη μια κλασική ρομαντική κομεντί και μας έκανε όλους, ανεξαιρέτως, να ερωτευτούμε τη δημοσιογράφο που έκανε κατάχρηση spandex και ερωτευόταν οποιονδήποτε ανέμιζε red flags.

«Με το πρόσωπο της Renée Zellweger, ο χαρακτήρας παρέμεινε με τα χρόνια ως έμβλημα τόσο αγγλικό όσο ένα φλιτζάνι τσάι», ανέφερε το κείμενο της συνέντευξης εξωφύλλου για το τεύχος Φεβρουαρίου της Vogue UK. Όπως αναγνώρισε η ηθοποιός στο ίδιο κείμενο, εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο Picador –όπου εκδόθηκαν τα βιβλία της Helen Fielding για τον χαρακτήρα– για να προετοιμαστεί για τον ρόλο και έπρεπε να συγκεντρώσει «όλα τα κομμάτια που έδειχναν ότι μια σατανική Αμερικανίδα ηθοποιός επρόκειτο να παίξει την Bridget Jones».

Η εθνική υπερηφάνεια αποκαταστάθηκε σύντομα όταν η Zellweger κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και η ταινία τέσσερις υποψηφιότητες για BAFTA. Το πρώτο και το τρίτο μέρος σκηνοθετήθηκαν από την Sharon Maguire, το δεύτερο μέρος έπεσε στα χέρια του σκηνοθέτη Beeban Kidron και το τελευταίο, Bridget Jones: Mad About the Boy, σκηνοθετήθηκε από τον Michael Morris. Είναι χωρίς αμφιβολία, σύμφωνα με τόσες κριτικές και τις θετικές αντιδράσεις από τους θεατές, το δεύτερο καλύτερο όλων – το πρώτο είναι ασυναγώνιστο και κλασικό παρά το γεγονός ότι ορισμένα από όσα σχολιάζει, είναι ξεπερασμένα.

«Νομίζω ότι, στην περίπτωσή μου, η αγάπη για εκείνη γεννιέται όταν συνειδητοποιείς πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι. Ακόμα και στις ρομαντικές κωμωδίες, ακόμα κι αν προσπαθούν να είναι ρεαλιστές, το σπίτι είναι περιποιημένο, τα μαλλιά καθαρά και τα παιδιά έχουν υπέροχη συμπεριφορά. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ζωή και σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου ζωή», είπε ο Morris σε αυτό το δημοσίευμα ενώ προωθούσε την ταινία. Είναι κάτι με το οποίο συμφωνούν σχεδόν όλοι: η φιγούρα της Bridget είναι αυτή με την οποία μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας.

Αυτό το διαμέρισμα της πρώτης ταινίας που συνόρευε με τις γραμμές του τρένου μεταλλάσσεται στην τελευταία ταινία σε ένα πολυώροφο σπίτι που είναι πολύ πιο ευρύχωρο, αλλά εξίσου χαοτικό. Αν στην αρχή ο κορσές ήταν must-have στην γκαρνταρόμπα της, τώρα τα διάφανα εσώρουχα είναι μέρος αυτής. Και αν όταν μόλις στα 30 της έπεφτε ξανά και ξανά στις παγίδες του Daniel, του τοξικού αφεντικού της, τώρα διακόπτει μια σχέση με το παραμικρό σημάδι ghosting (αν και της είναι δύσκολο να χειριστεί την εαυτή της με αυτούς τους όρους).

«Αν το Ημερολόγιο της Bridget Jones έβγαινε τώρα, θα φαινόταν ακατάλληλη και ξεπερασμένη όλη αυτή η πίεση που ένιωθες για το γάμο ή το να βρεις έναν καλό άντρα;» ρώτησε ο Hugh Grant στην προαναφερθείσα συνέντευξη στη βρετανική Vogue. Η απάντησή μας είναι ναι και η απόδειξη είναι ότι στην τελευταία της ταινία η Bridget δείχνει ότι δεν χρειάζεται κανέναν για να προχωρήσει ή να κρατήσει το αιώνιο χαμόγελό της.

Έχει περάσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που γνωρίσαμε την κινηματογραφική εκδοχή της Bridget Jones και, ευτυχώς, η ηρωίδα μας έχει προσαρμοστεί στην εποχή. Αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από το ρεύμα αφυπνισμένης σκέψης σαν τάση, καθώς η Bridget άλλαξε όπως αλλάζουμε όλοι μας μεγαλώνοντας – ευτυχώς.

Η ηρωίδα είναι ακόμα ατελής και ξεκαρδιστική. Και συνεχίζει να σκαρώνει καταστάσεις όπως έκανε πάντα, αποφεύγοντας όμως την τοξικότητα γύρω από τη σωματική της διάπλαση ή μην αφήνοντας την εαυτή της να παραπλανηθεί από άντρες. Έχει μάθει, και μάθαμε με τον ίδιο ρυθμό με αυτήν.

Η ταινία κυκλοφορεί ήδη στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.

Κεντρική φωτογραφία: Vogue

[mc4wp_form id="278"]