
Σ’ ένα πρόσφατο live στην Πάτρα, άκουσα τον Φώτη Σιώτα με τον Jan Van. Μέσα στο σαγηνευτικό ηχητικό τοπίο της συνύπαρξης αυτών των δύο, ο Φώτης τραγούδησε κάποια στιγμή – σχεδόν εκτός προγράμματος – ένα κομμάτι για τον «Χαμένο καπετάνιο» κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Όχι ότι τον έβλεπα και τον άκουγα πρώτη φορά, αλλά αυτή η στιγμή αποτυπώθηκε μέσα μου, όπως τότε που τον είχα ακούσει να λέει το «Αερικό» και το «Ποιος θα με θυμάται». Ο Φώτης Σιώτας έχει ζήσει μια ζωή μέσα στη μουσική και μιλώντας μαζί του κατάλαβα ότι, με την ίδια ειλικρίνεια και τρυφερότητα που τραγουδούσε στην παιδική χορωδία της Αγίας Τριάδας, έτσι τραγουδάει και παίζει βιολί στα «Τρία Ρουμπαγιάτ».
Φώτη, ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση, στην οποία έχεις φυσικά απαντήσει κατά καιρούς. Ωστόσο, έχει σημασία πάντα ο πρόλογος. Πώς, λοιπόν, προέκυψε η ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Στο σπίτι μας, υπήρχαν κάποια ακούσματα. Αλλά πιο πολύ επηρεάστηκα από το ραδιόφωνο κι από διάφορους δίσκους. Οι γονείς μου ήταν ακροατές, αλλά δεν ήταν κανένας από τους δύο μουσικός. Άρα πάντα είχα μια επαφή με το τραγούδι. Η κύρια, όμως, αφορμή ήταν μια παιδική χορωδία. Μέσα από αυτή τη χορωδία, κατάλαβα ότι μου αρέσει πάρα πολύ η μουσική. Ακούγοντας, δε, και τη φωνή μου μέσα στις φωνές των άλλων, εντυπωσιαζόμουν. Αυτή η εμπειρία, όπως φάνηκε, ήταν πολύ σημαντική για μένα.
Μετά, κάποια στιγμή, ξεκίνησες βιολί; Στη χορωδία πόσων χρόνων μπήκες;
Πέντε χρόνων ήμουν στην χορωδία Αγίας Τριάδας, η οποία ήταν και μια χορωδία με πολύ υψηλό επίπεδο. Φαντάζεσαι πόσο εντυπωσιακό ήταν για ένα μικρό παιδί να υπάρχει σε ένα τέτοιο περιβάλλον! Στα δέκα μου, εκεί στη μέση του δημοτικού, άρχισα να μαθαίνω βιολί, στο ωδείο. Έτσι ξεκίνησαν όλα, μέσα από τα ωδεία κι άλλες εμπειρίες που είχα στη Θεσσαλονίκη.
Οπότε δε σκέφτηκες ποτέ να ασχοληθείς με κάτι άλλο; Ήρθε μόνο του, κάπως φυσικά.
Ασχολούμαι με τη μουσική από μικρό παιδί. Και λόγω της χορωδίας, η οποία ήταν και απαιτητική –κάναμε τέσσερις πρόβες την εβδομάδα-, μετά μπήκα στο ωδείο. Στη συνέχεια, άρχισα να παίζω με τις ορχήστρες της πόλης. Όλη τη δεκαετία του ’90, υπήρχε μια άνθηση, -υπήρχαν ορχήστρες και πολλοί δημιουργοί- . Ήταν ζωντανή η μουσική παρέα της πόλης. Παίζαμε με πολλά συγκροτήματα, με διάφορους μουσικούς, βιοποριζόμασταν κι από αυτό. Κάπως έτσι όλα πήραν τον δρόμο τους.
Μέσα σ’ αυτήν την πολύχρονη πορεία, έχεις πάρει μέρος σε ορχήστρες, συγκροτήματα, έχεις γράψει μουσική πάνω σε στίχους, αλλά και για θεατρικές παραστάσεις, έχεις συμμετάσχει σε πάνω από 100 δίσκους σαν βιολιστής, τραγουδιστής και ενορχηστρωτής, έχεις κάνει αμέτρητες live εμφανίσεις. Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη στιγμή μέσα σ’ αυτό το σκηνικό που δε θα ξεχάσεις ποτέ;
Είναι πολλές οι στιγμές. Κι εγώ ως χαρακτήρας είμαι αρκετά ανήσυχος. Πέρα από το όποιο ταλέντο που έχω, είχα πάντα και μια ανησυχία ότι αυτό συγκεκριμένα ήταν που με κινητοποιούσε και με ενεργοποιούσε για να βρω τα βήματά μου μέσα στη μουσική. Πιο πολύ καταλάβαινα ότι είχα όρεξη να γνωρίζω ανθρώπους, να παίζω μαζί τους, να μαθαίνω πράγματα. Οπότε, ναι, υπήρξαν αρκετοί σταθμοί. Από την χορωδία, που ανέφερα στην αρχή, ή έπειτα, ότι γνώρισα στη Θεσσαλονίκη σημαντικούς δημιουργούς, όπως ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, κι έπαιξα κατευθείαν μαζί τους. Υπήρξα στα στούντιο της πόλης, που ήταν πολύ σημαντικά για τους μουσικούς. Σε μαγαζιά, όπως ο Μύλος. Συνοψίζοντας, αν έπρεπε να σταθώ σε σταθμούς θα στεκόμουν στο ξεκίνημα με τη χορωδία και στη γνωριμία μου με τον Σωκράτη και τον Θανάση, στη Θεσσαλονίκη, που κάναμε και τους «Λαϊκεδέλικα» με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο. Αλλά ξεχωρίζω και τη στιγμή, που σηματοδοτεί για μένα μια πιο μοναχική πορεία, γιατί ήταν η αρχή για την πιο προσωπική μου έκφραση.

Νιώθεις ότι «υπηρετείς» κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής κι αν ναι, τι όνομα θα του έδινες;
Σίγουρα, όχι. Σκέφτομαι ότι έχω διάφορες ποιότητες ως μουσικός, με τις οποίες μπορώ και εξυπηρετώ το έργο, είτε ως χορωδός είτε ως παίκτης του βιολιού είτε ως συνθέτης, συλλαμβάνοντας μια ιδέα ή ενορχηστρώνοντας μια ιδέα. Πρόκειται για διαφορετικούς ρόλους μέσα στη μουσική, αλλά δε θα έλεγα ότι υπηρετώ ένα συγκεκριμένο είδος. Οπωσδήποτε, έχω ασχοληθεί αρκετά με το τραγούδι, αλλά ασχολούμαι και με την ορχηστρική μουσική αρκετά. Ως τραγουδιστής κι ως συνθέτης, μπορώ να πάω και σε άλλες μουσικές, άσχετα με το πώς παίζω το βιολί. Οπότε αυτό έχει διευρύνει την γκάμα των μουσικών στιλ, που έχω ασχοληθεί.
Σε τι επίπεδο πιστεύεις ότι είναι η μουσική δημιουργία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Υπάρχει ενδιαφέρον και έμπνευση;
Βγαίνει αρκετή μουσική. Δεν είναι μόνο αυτή που παίζεται από τα ραδιόφωνα. Υπάρχει τεράστια παραγωγή και στην οργανική μουσική και στην τζαζ ή την αυτοσχεδιαστική σκηνή. Αλλά και στη σκηνή που έχει πιο σκληρό ήχο ή στους συνθέτες που δραστηριοποιούνται στο θέατρο. Υπάρχει παραγωγή μουσικής. Και βέβαια και στο τραγούδι. Μπάντες, νέοι τραγουδιστές, νέοι δημιουργοί. Απλά είναι δύσκολο όλο αυτό να επικοινωνηθεί. Η πληροφορία είναι πολλή και ίσως ο ακροατής να πρέπει να είναι περισσότερο επιμελής. Συνέχεια, παρατηρώ μικρές εκπλήξεις που θα με κάνουν να πω «α, αυτή είναι μια ωραία μπάντα».
Σου έρχεται κάτι στο μυαλό;
Ας πούμε, οι MOb Trio. Πρόκειται για ένα τρίο που άκουσα μουσική τους και μετά κατάλαβα ποιοι είναι. Κάποιους τους ήξερα. Μου αρέσει πολύ, τον τελευταίο καιρό.
Έχεις συνεργαστεί πολλά χρόνια με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τι είναι για σένα ο Θανάσης ως άνθρωπος κι ως καλλιτέχνης;
Ο Θανάσης είναι δάσκαλος. Έχω μάθει πολλά πράγματα από αυτόν. Έχει έναν τρόπο πολύ ιδιότυπο και πολύ ειλικρινή. Φέρει μέσα του πάρα πολλούς μικρούς κόσμους. Και στον στίχο και τις μουσικές και στις ενορχηστρώσεις. Στην όλη σύλληψη του πράγματος. Είμαι πολύ τυχερός που βρέθηκα σε αυτή την παρέα. Και με τους «Λαϊκεδέλικα» και στις ηχογραφήσεις και στο στούντιο. Ο Θανάσης νομίζω ότι έχει πάρει όλη αυτή τη σπουδαιοφάνεια, που είχαν οι ερμηνείες και το όλο στήσιμο του τραγουδιού, και με έναν άλλο τρόπο, πολύ προσωπικό, δικό του, έγραψε κάποια καταπληκτικά τραγούδια.
Είδα την εξαιρετική παράσταση «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σ’ αυτό το μέρος» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Ξάφη, σε σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου, στην οποία έχεις γράψει τη μουσική. Τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε να γράψεις μουσική γι’ αυτό το θεατρικό έργο;
Δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι συγκεκριμένο. Δηλαδή, κάποια αναφορά. Το θέατρο είναι μια τέχνη συνεργασίας. Δηλαδή, είναι το όραμα του σκηνοθέτη, είναι το κείμενο πάνω απ’ όλα. Όλο αυτό διαμορφώνει μέσα μου κάποιες εικόνες, μια ατμόσφαιρα, οπότε αρχίζω να φαντάζομαι κάποια πράγματα. Κάπως έτσι ξεπηδάει και η μουσική, κάθε φορά. Γι’ αυτό και μου αρέσει η δουλειά στο θέατρο. Υπάρχει, ας πούμε, ένα τραγούδι πολύ γνωστό, στην τελευταία σκηνή, που παίζεται σαν εκκλησιαστικός ύμνος. Πάτησα, λοιπόν, πάνω σε αυτόν τον ήχο και προσπάθησα να τον βάλω σε άλλο φόντο, να παίξω μαζί του. Η πρόβα επίσης παίζει σημαντικό ρόλο για την όποια έμπνευση. Δημιουργούνται, με κάποιον τρόπο, οι συνθήκες, που σε ενεργοποιούν για να μπεις στη διαδικασία της δημιουργίας.
Μια ξεχωριστή στιγμή σου, που δε θα ξεχάσω εύκολα, είναι να ερμηνεύεις ένα τραγούδι για τον «Χαμένο καπετάνιο», το οποίο μάλιστα – αν θυμάμαι καλά – το τραγουδούσες στην πρόβα ήχου για να τεστάρεις το μικρόφωνο και το ενέταξες στο πρόγραμμα. Όπως το άκουσα, το συνδύασα με τον Άρη Βελουχιώτη. Από που έρχεται αυτό το τραγούδι;
Είναι ένα τραγούδι από την χορωδία. Ο τίτλος, που εγώ ήξερα, ήταν «Ο πληγωμένος καπετάνιος». Τραγουδιέται σε διάφορες περιοχές και η μελωδία, όπως τη θυμόμουν, είναι αυτή που είχα ακούσει τότε στη χορωδία. Μετά συνειδητοποίησα ότι σε κάθε τόπο υπάρχει και διαφορετική μελωδία. Δηλαδή παίζεται και στην Στερεά Ελλάδα, αλλά παίζεται και στη Θράκη. Ήταν από τα κομμάτια που μου άρεσαν πολύ από παλιά και νομίζω ότι είναι σε εναρμόνιση Γιάννη Κωνσταντινίδη.
Παρόλα αυτά, εγώ ακούγοντάς το, το συνέδεσα με τον Άρη (Βελουχιώτη) γιατί το έχω ακούσει και στην άλλη εκδοχή. Και κάπως μέσα μου χαράχτηκε αυτή η ερμηνεία. Το βάζω δίπλα στο «Αερικό» ή στο «Ποιος θα με θυμάται».
Μέσα μου είναι μια ανάμνηση από εκείνη τη μελωδία που έχω. Κάπως το έχω παγιώσει ως άκουσμα. Καλά, αυτό το κάνει και η παράδοση – ο προφορικός λόγος δηλαδή, πώς περνάει από τον έναν στον άλλον- αλλά δεν ξέρω κατά πόσο το (παρα)χάραξα (γέλια). Χαίρομαι όμως πολύ που το λες.
Δεν ήξερα κι αυτή την ιστορία, οπότε το έλαβα..
Ξέρεις, δεν ήμουν σίγουρος αν μιλάει για τον Άρη, αν είναι ακριβώς αυτά τα λόγια. Αλλά είναι ένα τραγούδι, που αγαπώ πάρα πολύ από μικρός και το συντηρώ μέσα στα χρόνια. Το σκέφτομαι. Κάπως έτσι διασώθηκε αυτή η μελωδία.
Έτσι όπως το λες όντως δεν έχει μια ξεκάθαρη αναφορά. Είναι για έναν καπετάνιο. Αλλά όταν το άκουσα πέρσι, στην Πάτρα, σε ένα live στην «ΚΥΚΑΩ» την ζυθοποιία, μου σηκώθηκε η τρίχα. Αλλά μόνο εγώ το ήξερα και οι υπόλοιποι αναρωτιόντουσαν από πού το ξέρω. Ας έρθουμε και σ’ αυτή την περίοδο. Τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι τώρα;
Κάνω κάποια πράγματα για το θέατρο. Συμμετέχω σε μια παράσταση, που θα κάνει πρεμιέρα στις 13 Μαρτίου (έξι παραστάσεις συνολικά θα γίνουν) στο θέατρο Ολύμπια. Πρόκειται για το έργο της Δήμητρας Τρυπάνη σε κείμενο της Ηρώς Μπέζου, «Το φουλάρι». Μια μουσική παράσταση, ένα έργο για φωνές και για μικρό σύνολο ορχήστρας. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με την Δήμητρα Τρυπάνη. Είχαμε κάνει και το «Αντρέι: Ρέκβιεμ σε οκτώ σκηνές», πέρσι στη Λυρική Σκηνή. Η δουλειά που κάνει η Δήμητρα Τρυπάνη είναι πάντα ξεχωριστή. Είμαστε μια ομάδα, που περνάμε πολύ όμορφα. Κάνω, επίσης, επιμέλεια ήχου στον «Χορό του θανάτου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που θα ανέβει στις 19 Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής. Και τις 28 Μαρτίου, παίζουμε με Jan Van και Lemonostifel στο Aux Club, στο Γκάζι.

Έχουν γίνει πραγματικότητα όλα όσα έχεις σκεφτεί να κάνεις με τη μουσική ή υπάρχουν κι άλλα να γίνουν;
Τώρα αρχίζω και σκέφτομαι πράγματα, που θέλω να κάνω, τώρα έχω ιδέες. Επειδή έπαιζα ως μουσικός πολλά χρόνια, χωρίς να έχω μια δημιουργική πορεία, ίσως. Ουσιαστικά, τα πρώτα είκοσι χρόνια, διαμορφώθηκα και μετά συνειδητοποίησα ότι έχω την ανάγκη να κάνω πολλά πράγματα. Όλο και κάτι έρχεται και με σκαλίζει.
Αυτό είναι πολύ θετικό. Σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση.
Κι εγώ!
*Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ζηργάνος