Για τον συγγραφέα Θεόδωρο Πολυράκη, τα πράγματα είναι απλά. Το γράψιμο έχει δύναμη, το γράψιμο (ίσως) δείχνει τον δρόμο προς τις ωραίες εστίες, που κάνουν τη ζωή ξεχωριστή. Μικρές ή μεγάλες ιστορίες, «ήρωες» που παίρνουν στα χέρια τους την πλοκή, ποίηση που μπορεί να εισβάλλει στις συνειδήσεις. Η ζωή και η παρατήρησή της. Η πόλη και οι άνθρωποι. Η θέληση και η αγνότητα στην αφετηρία κάθε δρόμου. Στο τελευταίο του βιβλίο, «Οι αναμνήσεις μιας καλύτερης ζωής» (εκδ. Μαλλιάρης) κυριαρχούν οι ρωγμές φωτός και η σημασία να αγωνίζεται κανείς για την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του σε ένα οξύμωρο σύμπαν. Ας τον «ακούσουμε».

Κύριε Πολυράκη, ο Αντώνης Σουρούνης έλεγε ότι «ο συγγραφέας το’ χει μέσα του». Δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Πώς θα περιγράφατε τη δική σας στροφή στα γραψίματα; Και σε ποια συμπεράσματα έχετε καταλήξει;

Στηριζόμενος στα λόγια του συγκεκριμένου ανθρώπου, θα έλεγα, πως, πράγματι η συγγραφή και όχι μόνο, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο έκφρασης, ο οποίος σαφέστατα πηγάζει από τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου. Ειδικότερα δε, όταν η αίσθηση αυτή φτάνει στο σημείο να βρει απαραίτητα μία διέξοδο προκειμένου να εκφραστεί, τότε ναι, θα μπορούσαμε να πούμε πως θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο πλαίσιο μίας ανάγκης, η οποία κρύβει μέσα της πολλές μορφές, όπως και πολλές όμορφες στιγμές. Η δική μου στροφή σχετίζεται άμεσα με τον δικό μου προφανώς τρόπο σκέψης και αντίληψης, ο οποίος κατά μία έννοια θα έλεγα πως αφορά σε όλους τους ανθρώπους. Αναφορικά πάντοτε με τη θεματολογία που καταπιάνομαι, ανεξάρτητα από το βαθμό που αυτό συμβαίνει στον καθένα ξεχωριστά. Αν ήταν να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα, τότε θα έλεγα πως όλοι μας είμαστε τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο ίδιοι ταυτόχρονα μέσα σε ένα περιβάλλον, όχι απαραίτητα κοινό ως προς τα χαρακτηριστικά του, το οποίο δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή. Κατά συνέπεια, κάθε άνθρωπος έχει τη δική του οφειλή, η οποία είναι αυστηρά προσωπική. Αν μέσα από εκεί, καταφέρουμε μία μέρα να συναντηθούμε, τότε ίσως μάθουμε πως οι διαφορές μας μπορεί και να είναι πιο σημαντικές από όσα μας ενώνουν.       

Σήμερα, που μιλάμε είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας (9/2). Ποιοι Έλληνες συγγραφείς συνέστησαν τη δική σας «αισθηματική αγωγή»;

Υπάρχουν πολλοί Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι πραγματικά είναι ιδιαίτερα σημαντικοί και πολύ αξιόλογοι. Δε θα γινόταν να σταθώ κάπου, γιατί είμαι σίγουρος πως, στην προσπάθειά μου, θα ξεχνούσα κάποιον, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν έχω συγκεκριμένες σκέψεις στο μυαλό μου. Προσωπικά, στηρίζομαι σε μία βάση υποκειμενική, η οποία, όταν πρόκειται να κριθεί, μάλλον στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Κάθε άνθρωπος, άλλωστε, έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης, ο οποίος πάντα έχει κάτι να πει, ανεξάρτητα από το αν μας εκφράζει ή όχι.

Το κατανοώ. Οι σπουδές σας ποια χρήσιμη εγγενή ικανότητα «ακόνισαν», πιστεύετε;

Οι σπουδές μου θεωρώ πως ακόνισαν μία πτυχή της προσωπικότητάς μου, η οποία μάλλον δε σχετίζεται με τη συγγραφή. Άλλωστε, θεωρώ πως ένας άνθρωπος είναι πολλά πράγματα μαζί και όχι μόνο ένα. Αν ήταν όμως να αναφερθώ κάπου, τότε θα έλεγα πως μου δίδαξε έναν από τους τρόπους, με τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να κερδίζει την καθημερινότητά του. Ό, τι κι αν αυτό σημαίνει για τον καθένα.

Θυμάστε πώς νιώσατε, όταν πιάσατε στα χέρια σας το πρώτο σας βιβλίο;

Θυμάμαι, ναι, και οφείλω να ομολογήσω πως ήταν ένα πολύ όμορφο συναίσθημα, το οποίο δεν μπορώ να ορίσω ή καλύτερα να εκφράσω με λέξεις. Κάτι που πιστεύω πως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους και σε πολλές περιπτώσεις, κάποια στιγμή στη ζωή τους. 

Ζείτε στη Θεσσαλονίκη. Τόσα έχουν ειπωθεί για την πόλη αυτή και την ιδιαίτερη πνευματικότητα που φέρει. Ποια είναι η επίδρασή της στη δική σας περίπτωση;

Ο τρόπος που επιδρά η συγκεκριμένη πόλη στην ψυχοσύνθεσή μου, θεωρώ πως είναι παρόμοιος με τον τρόπο που επιδρά κάθε τόπος, σε κάθε άνθρωπο και το μέρος που γεννήθηκε. Βέβαια, μέσα σε όλο αυτό, θα ήθελα να προσθέσω, πως, η καταγωγή ενός ανθρώπου είναι που έρχεται να ορίσει το σύνολο των συναισθημάτων του και στο τέλος να τον διαμορφώσει.  

Το πιο πρόσφατο βιβλίο σας, «Οι αναμνήσεις μιας καλύτερης ζωής», αφορά σε διηγήματα. Η μικρή φόρμα είναι ένα απαιτητικό είδος κι εννοείται ελκυστικό. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να ολοκληρωθούν οι μικρές αυτές ιστορίες;

Το συγκεκριμένο βιβλίο ολοκληρώθηκε σε εννέα μήνες, στον ελεύθερό μου χρόνο, μέσα στα Σαββατοκύριακα. 

Θέλει θάρρος, πίστη και γενναιότητα η συγγραφή, όπως καθετί, που εκπορεύεται από εμάς. Η ιδανική συνθήκη αν υπάρχει, ποια χαρακτηριστικά φέρει;

Αναμφίβολα, καθετί που εκπορεύεται από εμάς απαιτεί προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Δε γνωρίζω αν υπάρχει ιδανική συνθήκη ή την δημιουργούμε εμείς, όμως πιστεύω πως η κατάλληλη συνθήκη είναι, όταν νιώθουμε, σε γενικές γραμμές, άνετα. Αν καταφέρουμε να βρεθούμε σε αυτήν την κατάσταση, τότε πιστεύω πως όλα όσα απαιτούνται αντιμετωπίζονται ευκολότερα απ’ όσο φαντάζουν ή τουλάχιστον με μεγαλύτερη όρεξη και επιθυμία.

Η σύγχρονη πραγματικότητα δημιουργεί συναισθήματα, που δύσκολα παραμένουν μέσα μας. Και γιατί να παραμένουν, άλλωστε. Η πλευρά σας, εκείνη του παρατηρητή, πού εστιάζει και σε τι ελπίζει;

Η πραγματικότητα, στην οποία ζούμε, αν και φαντάζει κοινή, θεωρώ πως διαφέρει μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό, κατά την άποψή μου, προκύπτει ως αποτέλεσμα από το γεγονός πως οι συνθήκες διαφέρουν, όπως και ότι οι άνθρωποι βιώνουν όπως και ερμηνεύουν τις καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο, αναλόγως τη θέση που βρίσκονται. Το μόνο σίγουρο είναι, πως, κάποιες φορές, χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου κάποιος να αποκωδικοποιήσει τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα έτσι ώστε να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα, σε ό,τι κι αν αυτό αφορά. Θα έλεγα, λοιπόν, πως, η δική μου ματιά, εστιάζει σε χαρακτηριστικά που βρίσκονται μέσα σε όλους μας και κάποια από αυτά είναι η πίστη, η αγάπη, η ευγένεια, ακόμα και η παιδική αθωότητα, την οποία αναγνωρίζουμε δίχως πρόβλημα, όταν ακριβώς βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με παιδιά. Δυστυχώς, κάπου χανόμαστε μέσα στο δρόμο αναζητώντας τα αίτια, τα οποία δε γίνεται να είναι ευδιάκριτα, δίχως όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υποψιαζόμαστε, αν δεν γνωρίζουμε ήδη. Κατά συνέπεια, η ελπίδα μου στηρίζεται σε όλα τα καλά που μας εκφράζουν.        

Τι διαβάσατε τελευταία και σας ενθουσίασε;

Είναι ένα βιβλίο του Khalil Gibran και λέγεται «Σπασμένα φτερά». Για μένα, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο.

«Το μόνο σίγουρο είναι πως αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αλλάξει τη συνήθεια στη συνείδηση, είναι η αναπόληση και ο στοχασμός». Τι συμβαίνει, τις περισσότερες φορές, και σταθεροποιεί τα πράγματα σε ένα άγονο κι αυτόματο πλαίσιο;

Πιστεύω πως είναι οι ρυθμοί της καθημερινότητας που βιώνουμε και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όλες οι μέρες είναι ίδιες, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Κάποιες φορές μάλιστα, ακόμα κι όταν αναγνωρίζουμε τη μοναδικότητα της στιγμής, ο ίδιος μας ο εαυτός δε μας αφήνει να την απολαύσουμε στο βαθμό που μας αξίζει. Ειδικότερα δε, όταν κάτι γίνεται κανόνας, τότε ακριβώς το πλαίσιο, στο οποίο κινούμαστε γίνεται αυτόματο, συμπαρασύροντας μαζί του καθετί μοναδικό. Όταν τα πράγματα σταθεροποιούνται στη σφαίρα της συνήθειας, τότε σίγουρα η αναγνώριση μίας κατάστασης μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για ένα νέο ξεκίνημα. Αρκεί η θέληση, όπως και η αγνότητα, στις προθέσεις. 

[mc4wp_form id="278"]