
Σηκώνομαι πολύ πρωί. Προσπαθώ να θυμηθώ το τελευταίο μου όνειρο. Επαναλάμβανα λέει, με απόγνωση, συνεχώς τη φράση που είχα ακούσει στην παράσταση «Ταξίδι στον Σταυρό του Νότου»: “Ορκίζομαι πως είδα όλα όσα νόμιζε πως είδε ανθρώπου νους”. Δεν ξέρω ούτε πού ήμουν, ούτε σε ποιον μιλούσα. Ο ύπνος έτσι κι αλλιώς έχει χαλάσει. Άγχος το λένε. Επιτέλους, στέκομαι όρθιος. Από το διπλανό σπίτι ακούγεται δυνατά ο Σαββόπουλος να λέει: «πάρε τα πάνω σου μικρέ, πάρε τα πάνω σου!». Σα να το ήξερε.
Μπάνιο και ντύσιμο στα γρήγορα. Τσάντα στους ώμους και ψεύτικο χαμόγελο στον καθρέφτη. Άλλη μια μέρα δωρεά από τον πανάγαθο, που την παίρνω και με τη σειρά μου τη χαρίζω αλλού. Να θυμηθώ, όταν βγω στο δρόμο να μην περπατάω με σκυμμένο το κεφάλι. Αυτή τη φορά το πέτυχα. Αναπνέω κρύο αέρα κι ένας ψεύτικος ήλιος μου κλείνει τα μάτια. Μου έρχεται στο μυαλό ο στίχος «Country roads, take me home to the place I belong». Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Να θυμηθώ να βγω στην Πατησίων αντί για τον U.S. Route 50.
Τι να κάνω για να περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβω; Να ακούσω podcasts για τις ζωές άλλων που δε μ’ ενδιαφέρουν; Να ακούσω τη λίστα «σε επανάληψη» με τραγούδια που έχω «λιώσει» στο Spotify; Να βάλω ραδιόφωνο και να σκέφτομαι στις διαφημίσεις τι θα άλλαζα αν γυρνούσα το χρόνο πίσω; Ή μήπως απλά να κοιτάω τους οδηγούς γύρω μου κρεμασμένους από τις ζώνες ασφαλείας;
Παίρνω χαρά από τη μυρωδιά του καφέ κι από τα ελάχιστα σημεία που βλέπεις τον ορίζοντα σ’ αυτήν την πόλη. Τι έχω να κάνω σήμερα; Πολλά! Σκέφτομαι τη στιγμή που θα γυρίσω ξανά στο σπίτι. Έτσι θα πάει από δω και πέρα; Από τη στιγμή που ξυπνάω θα σκέφτομαι πότε θα ξανακοιμηθώ;
Ειδοποίηση στο κινητό για τον εβδομαδιαίο χρόνο κατανάλωσης σε εφαρμογές. Δε θέλω να δω. Τελευταία μου τραβάνε την προσοχή οι ΑΙ αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων στο παρελθόν. Ωραιοποίηση το λένε. Να θυμηθώ να ρωτήσω το ρομπότ πώς με βλέπει ως άνθρωπο μετά από τόση πληροφορία, που έχω μοιραστεί μαζί του.
Παρατηρώ τους γύρω μου. Τους πεζούς που διασχίζουν διαγώνια το δρόμο, τους ανθρώπους στις στάσεις των λεωφορείων, τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο και τα μηχανάκια που περνούν από πάνω μου. Τι να σκέφτονται όλοι αυτοί άραγε;
Στο μυαλό μου έρχεται το καλοκαίρι. Θέλω και φέτος να ανέβω στα βουνά. Να φύγω, να ταξιδέψω και να περιπλανηθώ. Να γεμίσω το άλμπουμ μου με νέες φωτογραφίες, από αυτές που θα με κάνουν να χαμογελάω, όταν μου έρχεται η ειδοποίηση «σαν σήμερα πριν από τόσα χρόνια».
Το ραδιόφωνο παίζει το τραγούδι «το φεγγάρι αυτό» του Δεληβοριά και κόβεται στο σημείο που λέει «κάποια μέρα, θα σε ξεχάσω, θα σε βγάλω απ’ την καρδιά» για να μπουν οι ειδήσεις. Δεν έχω ακόμα πολύ δρόμο. Από πού ξεκίνησα και πού έχω φτάσει; Να θυμηθώ να πάρω από το χέρι τον εαυτό μου και να τον μεγαλώσω πάλι από την αρχή. Παρκάρω. Περπατάω με γρήγορο βήμα. Ανεβαίνω τις σκάλες. Ζω για τη μέρα που θα ανοίξω την πόρτα του γραφείου και θα πω σε όλους και σε όλες: «Το παραμύθι που θα σα πω σήμερα, το ζω από καιρό. Αξίζει να σπαταλήσετε ένα οχτάωρο για να με ακούσετε».